Αφιερωμένο στην μνήμη του κρητικής καταγωγής Δημήτρη Τσαφέντα που πέθανε πριν από 10 χρόνια σε ψυχιατρείο της Νότιας Αφρικής. Του ανθρώπου που πρώτος άνοιξε το δρόμο για την πτώση του απαρτχάιντ και την επιστροφή του Νέλσον Μαντέλα στα πράγματα της χώρας. Ο Τσαφέντας πέθανε σε ψυχιατρείο τον Οκτώβρη του 1999. Στον τάφο του δεν αναγράφεται ούτε το όνομά του. Δεν υπάρχει καν ταφόπλακα. Μόνο μια πέτρα που δείχνει το σημείο ταφής του. Και τον αριθμό κρατουμένου J-59 αντί για όνομα…
Πριν λίγο καιρό έφυγε από τη ζωή και η 91χρονη Helen Suzman, μία από τις πιο γνωστές αγωνίστριες κατά του απαρτχάιντ στη Ν. Αφρική, μια ατρόμητη πολιτικός που είχε επικρίνει δημόσια το απαρτχάιντ σε μια εποχή που κάτι τέτοιο ήταν αδιανόητο για έναν λευκό. Η Suzman είχε προταθεί δύο φορές για Νόμπελ Ειρήνης και είχε κερδίσει τον έπαινο οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε ολόκληρο τον κόσμο. Η αγωνίστρια κατά του απαρτχάιντ πέθανε ήσυχα στην κατοικία της στο Γιοχάνεσμπουργκ. Συχνά διεξήγαγε ένα μοναχικό κοινοβουλευτικό αγώνα, στην διάρκεια της 36χρονης κοινοβουλευτικής της θητείας, με στόχο την απόδοση πολιτικών δικαιωμάτων στη μαύρη πλειοψηφία. Είχε αποχωρήσει από την πολιτική τον Μάιο του 1989.
Ηταν ένα ήσυχο μεσημέρι της 6ης Σεπτεμβρίου 1966. Το Κέιπ Τάουν ζούσε στους συνήθεις ράθυμους ρυθμούς του. Ένας σχεδόν ανοιξιάτικος ήλιος φώτιζε το νεοκλασικό κτίριο του κοινοβουλίου. Τριγύρω, μικροί φασαριόζικοι σκίουροι πετάγονταν ανάμεσα στους περαστικούς, κάνοντας κωλοτούμπες στα ρείθρα των πεζοδρομίων, σκαρφαλώνοντας στα κλαδιά των δέντρων και παίζοντας κρυφτό με τους διαβάτες. Όλα ήταν τόσο ήσυχα… Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι λίγο μετά το μεσημέρι, τα πράγματα θα άλλαζαν δραματικά.
Περασμένες τρεις, και οι ραδιοφωνικοί σταθμοί της Νότιας Αφρικής διέκοψαν το πρόγραμμά τους για μια έκτακτη είδηση. Ο πρωθυπουργός της χώρας, Hendrik Verwoerd ήταν σοβαρά τραυματισμένος. Είχε δεχτεί επίθεση με μαχαίρι μέσα στη Βουλή, στην διάρκεια της κοινοβουλευτικής συνεδρίασης. Η κατάστασή του ήταν κρίσιμη.
Σύμφωνα με τις πρώτες πληροφορίες, ένας «τρελός Ελληνας», υπάλληλος στο Κοινοβούλιο, είχε καταφέρει τέσσερις μαχαιριές στον πρωθυπουργό, την ώρα που καθόταν σε ένα από τα έδρανα. Αιμόφυρτος ο πρωθυπουργός της χώρας είχε μεταφερθεί στο νοσοκομείο και οι πληροφορίες έλεγαν ότι η κατάστασή του ήταν τόσο σοβαρή που μόνο ένα θαύμα μπορούσε να τον κρατήσει στη ζωή…
Για λίγο ακόμα, οι δρόμοι του Κέιπ Τάουν θα συνέχιζαν να ζουν στους ίδιους ρυθμούς. Σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Μια ώρα αργότερα, όμως, το νέο είχε διαδοθεί, κι ολόκληρη η χώρα είχε κρεμαστεί στα ραδιόφωνα που έλεγαν τα νέα. Κάποιοι έμοιαζαν συγκλονισμένοι. Κάποιοι άλλοι, όχι. Ολοι κρατούσαν την ανάσα τους. Δεν ήξεραν τι θα γινόταν αύριο.
Κάποιοι είχαν αρχίσει να σχηματίζουν πηγαδάκια. Μιλούσαν χαμηλόφωνα. Πληροφορίες συγκεχυμένες. Κάποιος ψυχοπαθής υπάλληλος του κοινοβουλίου είχε χτυπήσει τον πρωθυπουργό με μαχαίρι. Αλλά δεν ήταν όλα ξεκάθαρα… Μερικοί έλεγαν ότι το χέρι του δολοφόνου όπλισαν πολιτικά κέντρα που είχαν λόγους να προχωρήσουν στην εξαφάνιση του Verwoerd από την πολιτική σκηνή. Η αλήθεια είναι ότι πολλοί ήταν εκείνοι που ήθελαν τον θάνατο του πολιτικού. Μια απόπειρα ανεπιτυχής εναντίον του, είχε γίνει ξανά στο παρελθόν… Κανείς όμως δεν μπορούσε να πει οτιδήποτε με σιγουριά.
Λίγο μετά τις τέσσερις το απόγευμα, όλα είχαν τελειώσει. Τα ραδιόφωνα ανακοίνωναν τον θάνατο του «πατέρα του έθνους». Στα πηγαδάκια συζητούσαν για το δραματικό γεγονός. Κάποιοι έλεγαν ότι ο δολοφόνος ήταν στοιχείο αντικοινωνικό. Ότι δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Κι ότι την πράξη του είχαν ωθήσει η αχαριστία και το διαταραγμένο του μυαλό. Η δολοφονία ήταν ένα γεγονός. Ολοι έμοιαζαν έκπληκτοι από το ότι ο άνθρωπος αυτός δούλευε ως κλητήρας μέσα στο κοινοβούλιο! Γεγονός ήταν ακόμα, ότι η πολιτική του απαρτχάιντ, του οποίου πνευματικός πατέρας ήταν ο Verwoerd, είχε δεχθεί ένα ισχυρότατο πλήγμα. Ανάμεσα στους λευκούς, οι υποστηρικτές του νεκρού πρωθυπουργού ήταν πολυάριθμοι. Αλλά στη Νότια Αφρική, από εκεί και πέρα, τίποτα δεν θα ήταν όπως πριν…
Ο ΙΔΡΥΤΗΣ ΤΟΥ
ΑΠΑΡΤΧΑΙΝΤ
Ο Verwoerd ήταν καθηγητής, δημοσιογράφος και πολιτικός. Διακρίθηκε στο πανεπιστήμιο Στέλενμπος, γνωστό κέντρο των αφρικανών διανοουμένων και προπύργιο του εθνικισμού. Το 1927 είχε διοριστεί εκεί ως καθηγητής εφαρμοσμένης ψυχολογίας. Εξι χρόνια αργότερα ανέλαβε την έδρα της κοινωνιολογίας και κοινωνικής εργασίας. Αναμείχθηκε στην πολιτική το 1937, όταν διορίστηκε διευθυντής της εθνικιστικής εφημερίδας «Die Transvaler» στο Γιοχάνεσμπουργκ, θέση που διατήρησε μέχρι τη νίκη των εθνικιστών στις εκλογές του 1948, οπότε και διορίστηκε γερουσιαστής στις τάξεις του National Party. Εγινε υπουργός Εσωτερικών όταν το κόμμα σχημάτισε κυβέρνηση στις εκλογές του 1950 και αποτέλεσε τον θεμελιωτή της νομοθεσίας που θεμελίωνε το απαρτχάιντ. Στις εκλογές του 1958 βγήκε βουλευτής και έπειτα από το θάνατο του πρωθυπουργού Γιοχάνες Γκερχάρντους Στράιντομ, εκλέχτηκε διάδοχός του από την κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος των εθνικιστών. Μπορούσε πλέον να εφαρμόσει απερίσπαστος την πολιτική του απαρτχάιντ. Θέσπισε ένα περίπλοκο σύστημα νόμων που διαχώριζαν τους λευκούς, τους έγχρωμους του Κέιπτάουν, τους ασιάτες και τους αφρικανούς! Υποχρέωσε μάλιστα τους μαύρους Μπαντού να εγκατασταθούν σε καθορισμένες χωριστές περιοχές (σε γκέτο που ονόμαζαν «ρεζερβέϊσονς», κατά το πρότυπο των οικισμών των Ινδιάνων στις ΗΠΑ), προκαλώντας της εξέγερσή τους. Οι διαδηλώσεις που ακολούθησαν, πνίγηκαν στο αίμα, όπως εκείνη τον Μάρτη του 1960 στην Σάρπβιλ. Ένα μήνα αργότερα (9 Απριλίου 1960), θα γινόταν μια αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας εναντίον του.
Ο Verwoerd είχε πολλούς οπαδούς ανάμεσα στους λευκούς. Ενθερμος υποστηρικτής του αφρικανικού απομονωτισμού, έθεσε πρόταση για αποχώρηση από την βρετανική κοινοπολιτεία, η οποία και αποδοκιμάστηκε από τους λευκούς ψηφοφόρους το 1960. Και στις 31 Μαϊου 1961, η μέχρι τότε Νοτιοαφρικανική Ενωση, ανακηρύχθηκε Δημοκρατία της Νότιας Αφρικής.
Ο ΩΡΑΙΟΣ ΚΡΗΤΙΚΟΣ
Ο Μιχάλης Τσαφεντάκης ήταν ένας εντυπωσιακός μελαχρινός Κρητικός. Με το παχύ μουστάκι, σύμβολο και σημάδι της αντρίκιας καταγωγής του και με την ψηλή κορμοστασιά του, ήταν αδύνατο να αφήσει αδιάφορα τα βλέμματα - ανδρών και γυναικών. Ο Μιχάλης είχε ζήσει στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Αλλά τα πράγματα δεν είχαν πάει καλά. Ετσι, πήρε την απόφαση να φύγει από την Αίγυπτο για να αναζητήσει αλλού την τύχη του. Μετανάστευσε το 1916 σε ηλικία 32 χρονών στο Λορέντσο Μάρκες, που αργότερα μετονομάστηκε σε Μαμπούτο, την πρωτεύουσα της Μοζαμβίκης.
Ο Μιχάλης έπιασε δουλειά σε μια ναυπηγοεπισκευαστική εταιρεία. Ολοι είχαν να λένε για την εργατικότητα και τον ενθουσιώδη χαρακτήρα του. Και όλοι ήθελαν να κάνουν παρέα μαζί του. Ο καλός του χαρακτήρας, σύντομα τον ξεχώρισε ανάμεσα στην ελληνική ομογένεια της Μοζαμβίκης, προκαλώντας τον θαυμασμό. Το παράστημά του, αλλά και ο ανεξάρτητος χαρακτήρας του, τραβούσαν σαν μαγνήτης τα βλέμματα.
Σύντομα μάλιστα άρχισε να βγάζει αρκετά χρήματα. Η δουλειά του πληρωνόταν πολύ καλά. Ετσι, αγόρασε ένα μεγάλο σπίτι αποικιοκρατικού στιλ. Προσέλαβε μάλιστα και δυό μαύρες υπηρέτριες, όπως συνήθιζε να κάνει την εποχή εκείνη κάθε λευκός που σεβόταν τον εαυτό του. Ο Τσαφεντάκης δεν θα ξέφευγε από αυτό το κλισέ.
Η μία από τις δύο υπηρέτριες, η Αμέλια Ουίλιαμς ήταν μια μιγάδα 17 χρονών. Κι επιπλέον, πανέμορφη. Με ευρωπαϊκές και αφρικανικές ρίζες (πατέρας Γερμανός και μητέρα μαύρη από την Σουαζιλάνδη), είχε μια ομορφιά που ήταν αδύνατο να περάσει απαρατήρητη. Η νεαρή Αμέλια φρόντιζε τον κήπο, τάιζε τις κότες, κυκλοφορούσε πάντα ξυπόλητη, ντυμένη με τα κλασικά πολύχρωμα φορέματα της πατρίδας της, της Σουαζιλάνδης. Ηταν πανέμορφη. Για λίγο καιρό τα πράγματα κύλησαν ομαλά. Αλλά η Αμέλια δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην γοητεία του Μιχάλη. Ετσι, άρχισε να μοιράζεται το κρεβάτι του – μια πρακτική αρκετά συνηθισμένη για κάθε νεαρό άντρα στις αποικιοκρατούμενες χώρες.
Ένα χρόνο αργότερα, η Αμέλια έμεινε έγκυος. Ηταν 18 χρονών πια. Πήγε στον Μιχάλη και του το είπε. Εκείνος χάρηκε. Ηθελε παραγματικά ένα παιδί. Κι αυτό θα ήταν το πρωτότοκό του.
Αλλά λόγος για γάμο, δεν μπορούσε να γίνει. Σε περιοχές όπως η Μοζαμβίκη, κάτι τέτοιο ήταν αδιανόητο. Είπε στην Αμέλια ότι το παιδί το ήθελε. Θα γεννούσε, κι εκείνος θα αναλάμβανε όλα τα έξοδα. Ετσι κι έγινε. Στις 14 Φεβρουαρίου 1918, γεννήθηκε στο Λορέντσο Μάρκες ένα κατάλευκο αγοράκι. Ηταν μιγάς, αλλά η φύση ήταν από εκείνες τις φορές που έπαιζε παράξενα παιχνίδια. Δεν είχε πάρει καθόλου από το χρώμα δέρματος της μητέρας του. Ο Μιχάλης Τσαφεντάκης ήταν ευτυχισμένος με το γιο του. Πήγε στο ληξιαρχείο, αναγνώρισε το παιδί, και το κατέγραψε με το όνομα Δημήτρης Τσαφέντας, κόβοντας την κατάληξη –άκης για να μην είναι απόλυτα αναγνωρίσιμο το επίθετο. Το παιδί βαφτίστηκε χριστιανός ορθόδοξος. Νονός ήταν ένας πολύ καλός φίλος του Μιχάλη, επίσης Κρητικός. Η μητέρα του παιδιού, όμως, η Αμέλια, δεν έπρεπε να παραβρεθεί ούτε στη βάφτιση του παιδιού της! Σκληρή η μοίρα μιας μαύρης μάνας της εποχής εκείνης. Ο Δημήτρης δεν θα την γνώριζε ποτέ….
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ
Ο Μιχάλης είχε έναν φίλο που έμενε κοντά στο δικό του σπίτι. Ηταν Αγγλος και ονομαζόταν ΄Αντονι Μάου - μετέπειτα πρόξενος. Με τον Μάου είχαν πολύ φιλικές σχέσεις και πολλές φορές αντάλλασσαν επισκέψεις συζητώντας για διάφορα θέματα. Ένα απόγευμα που ο Μιχάλης είχε επισκεφθεί τον φίλο του, η κουβέντα έγινε προσωπική. Ο Μιχάλης του εκμυστηρεύθηκε ότι ένιωθε κάποια ανησυχία. Είχε ήδη πατήσει τα 35 και έπρεπε να παντρευτεί. Η οικογένειά του, μάλιστα, που έμενε στην Αλεξάνδρεια, είχε αρχίσει να ψάχνει για νύφη από την ελληνική παροικία. Ο Μάου του είπε ότι καλά έκανε και σκεφτόταν έτσι, αλλά δεν έπρεπε να παραβλέπει το γεγονός ότι είχε ένα νόθο γιο και ότι αυτό θα λειτουργούσε αποτρεπτικά σε ένα γάμο. Ετσι, συζήτηση στη συζήτηση, ο Τσαφεντάκης πήρε την απόφασή του. Θα έστελνε το παιδί στη μητέρα του στην Αλεξάνδρεια και ο Αγγλος δέχτηκε να τον βοηθήσει στο θέμα αυτό. Είπε στον Μιχάλη ότι κάποιος συγγενής της γυναίκας του, θα ταξίδευε σύντομα για την Ελλάδα μέσω Σουέζ. Θα μπορούσε, λοιπόν, να συνοδεύσει το αγοράκι στην Αλεξάνδρεια. Έτσι κι έγινε. Ο μικρός Δημήτρης βρέθηκε στα χέρια της γιαγιάς Κατερίνας και μαζί της θα περνούσε τα πρώτα έξι χρόνια της ζωής του.
Οι πρώτες αναμνήσεις του μικρού Δημήτρη συνδέθηκαν με το κοσμοπολίτικο χρώμα της ανατολικής Μεσογείου. Ο Μίμης, όπως τον φώναζε η γιαγιά του, συνήθισε την οχλοβοή των παζαριών, τη ζέστη και τα πλήθη στους δρόμους της Αλεξάνδρειας. Συχνά τα καλοκαίρια κοιμόταν στην βεράντα του σπιτιού του. Η αγαπημένη του γιαγιά Κατερίνα, τον νανούριζε απαγγέλλοντας στίχους από τον «Ερωτόκριτο». Και τα πρωινά ξυπνούσε από τα τιτιβίσματα των σπουργιτιών που έβρισκαν καταφύγιο στις παχιές φυλλωσιές των γύρω δέντρων. Κι αμέσως μετά, ακουγόταν η φωνή του ιμάμη που έλεγε την προσευχή από τον μιναρέ, που τον έκανε να πετάγεται επάνω…
Ο Δημήτρης φορούσε συχνά λευκή κελεμπία κι έπαιζε με τα παιδιά της γειτονιάς στο δρόμο. Είχε μάθει τη γλώσσα τους, αλλά στο σπίτι μιλούσε πάντα ελληνικά. Ενοιωθε μαγεμένος κάθε φορά που μαζί με τη γιαγιά του πήγαινε στο κουκλοθέατρο. Μια από τις καλύτερές του στιγμές, ήταν η ώρα που η γιαγιά Κατερίνα θα του αγόραζε ένα γλυκό από εκείνα που του άρεσαν τόσο πολύ, με σταφίδες και χουρμάδες που ήταν η μεγάλη αδυναμία του.
Αλλά μέσα του ένιωθε μια μεγάλη πίκρα. Τα άλλα παιδιά έπαιζαν μαζί του, αλλά εκείνος πάντα αισθανόταν «ξένος». Σιγά – σιγά άρχισε να απομονώνεται από τους συνομήλικούς του και να κλείνεται στον εαυτό του. Ηταν ήδη επτά χρονών, όταν τα πράγματα έγιναν ακόμα πιο δύσκολα. Η αγαπημένη του γιαγιά Κατερίνα αρρώστησε σοβαρά. Δεν ήταν πια σε θέση να έχει την ευθύνη ενός επτάχρονου παιδιού.
Ο Μιχάλης Τσαφεντάκης έφτασε στην Αλεξάνδρεια το 1925 για να δει την μάνα του αλλά και να πάρει μαζί του στη Μοζαμβίκη τον γιο του. Ο μικρός Δημήτρης καλά - καλά δεν θυμόταν τον πατέρα του. Στο μυαλό του υπήρχαν μοναχά μερικές θολές εικόνες. Ο πατέρα του όλο αυτό το διάστημα τον είχε επισκεφθεί δυο τρεις φορές. Κατά καιρούς του έστελνε παράξενα δώρα. Κάτι ξυλόγλυπτα παιχνίδια κι ένα μικρό πιανάκι.
Ο Μιχάλης Τσαφεντάκης είχε τελικά παντρευτεί μια ελληνίδα μετανάστρια από το Πόρτ Σάιντ, την Μαρία Σαπέλη. Μαζί της είχε αποκτήσει δύο παιδιά, την Ευαγγελία και τον Βίκτορα. Λίγο αργότερα η Μαρία θα αποκτούσε μια ακόμα κόρη, την Ελένη. Με βαριά καρδιά ο Δημήτρης ακολούθησε τον πατέρα του στην Μοζαμβίκη. Η άφιξη του μικρού σηματοδότησε μια καινούργια πραγματικότητα για την οικογένεια. Ο Δημήτρης έπρεπε να προσαρμοστεί σε ένα σκληρό και εχθρικό περιβάλλον. Σταδιακά ο χαρακτήρας του έγινε επιθετικός. Η συμπεριφορά του απρόβλεπτη. Ο πατέρας του τον έγραψε στο πορτογαλικό σχολείο, αλλά και εκεί η συμπεριφορά του ήταν περίεργη. Οι συμμαθητές του άρχισαν να τον φοβούνται. Το ίδιο και τα ετεροθαλή αδέλφια του. Ο μικρός Δημήτρης δεν γνώριζε τις γλώσσες που μιλιόνταν σ΄ αυτή τη χώρα –μιλούσε ελληνικά και αραβικά- και συχνά νοσταλγούσε τις μικρές συνηθισμένες απολαύσεις της Αλεξάνδρειας.
Η διαπαιδαγώγηση που του έκανε στο σπίτι η 23χρονη μητριά του, δεν άρεσε στον Δημήτρη. Η Μαρίκα ήταν αρκετά μορφωμένη, με αθλητικό σώμα και μια μεγάλη κοτσίδα που της έφτανε ως τη μέση. Αρχικά δεν ήθελε μαζί με την οικογένειά της το νόθο παιδί του Μιχάλη. Στη συνέχεια, όμως, προσπάθησε πολύ να προσαρμοστεί σ΄ αυτή τη νέα πραγματικότητα, μια και ο Μιχάλης ήταν κάθετος: «Ο Δημήτρης είναι παιδί μου και αυτό θα το δεχτείς». Δεν έκανε διακρίσεις ανάμεσα στα δικά της παιδιά και στον μικρό Δημήτρη. Κάθε βράδυ έλεγε σε όλα ιστορίες και παραμύθια. Κι έπειτα τα έβαζε κάτω απο το εικονοστάσι να κάνουν την προσευχή τους. Η Μαρίκα ήταν πολύ θρήσκα. Το φως των καντηλιών είχε φέρει μαζί της από το Πόρτ Σάιντ και η φλόγα δεν είχε σβήσει ποτέ από τότε. Στο Λορέντσο Μάρκες δεν υπήρχε ορθόδοξη εκκλησία και η αίσθηση της θρησκευτικότητας στο σπίτι του Τσαφεντάκη, ήταν μεγάλη.
Ο Μιχάλης έτρεφε μεγάλη αδυναμία στον μικρό Δημήτρη και δεν το έκρυβε. Η Μαρίκα άρχισε να αλλάζει συμπεριφορά, γιατί πίστευε ότι ο άντρας της μεροληπτούσε έναντι των άλλων παιδιών του, υπέρ του Δημήτρη. Όπως και να είχε πάντως το πράγμα, καυγάδες και τσακωμοί μπήκαν στη ζωή της οικογένειας. Η Μαρίκα τιμωρούσε καθημερινά τον μικρό Δημήτρη και η οικογένεια κόντευε να διαλυθεί. Βλέποντας την κατάσταση αυτή ο Μιχάλης αποφάσισε να στείλει το γιο του εσωτερικό σε αγγλόφωνο σχολείο της Νότιας Αφρικής. Πίστευε ότι έτσι θα αποφεύγονταν οι καθημερινοί καυγάδες, ενώ παράλληλα ο Δημήτρης θα έπαιρνε καλύτερη μόρφωση, αφού στο σχολείο εκείνο πήγαιναν πολλοί γόνοι μεσοαστικών ευρωπαϊκών οικογενειών. Ετσι, ο Δημήτρης στα εννιά του χρόνια, βρέθηκε να ζει μόνος για πρώτη φορά σε ένα άγνωστο περιβάλλον, στο σχολείο του Μίντελμπουργκ, μιας ορεινής πόλης, 400 χιλιόμετρα μακριά από το Λορέντσο Μάρκες. Τα μαθήματα δεν τον δυσκόλεψαν. Τον δυσκόλεψαν όμως πολύ τα αγγλικά και τα αφρικάαν, με τα οποία δεν τα πήγαινε και τόσο καλά. Ποτέ δεν μπόρεσε να ξεπεράσει εκείνο το περίεργο αίσθημα ανασφάλειας που είχε απέναντι στα άλλα παιδιά. Με τον καιρό άρχισε να λέει πολλά ψέματα, προσπαθώντας να αντισταθμίσει τον εσωτερικό του κόσμο με την πραγματικότητα. Καυχιόταν τόσο πολύ και για τόσα πράγματα, που τα άλλα παιδιά άρχισαν να τον κοροϊδεύουν και να γελούν μαζί του. Οι καυγάδες με τους συμμαθητές του έγιναν συχνοί. Ο Δημήτρης νοσταλγούσε τη Μοζαμβίκη και τους μαύρους φίλους του, αλλά όχι και την οικογένειά του. Άρχισε να απομονώνεται όλο και περισσότερο. Κοντά στο σχολείο του, ανακάλυψε μερικές σπηλιές. Εκεί κατέφευγε με συντροφιά ένα κερί και απομονωνόταν… Ηταν το προσωπικό του καταφύγιο, ο προσωπικός του τόπος προσευχής. Δύο φορές το χρόνο επέστρεφε στη Μοζαμβίκη, αλλά η Μαρίκα χαιρόταν περισσότερο με την αναχώρησή του… Δεν έχανε μάλιστα ευκαιρία να στηλιτεύει την αντικοινωνική του συμπεριφορά και να διαμαρτύρεται στον άντρα της.
Ο Δημήτρης είχε αδυνατίσει πολύ. Ο πατέρας του αποφάσισε να τον στείλει στην διάρκεια του καλοκαιριού σε κάποιο γυμναστήριο για να μάθει πυγμαχία. «Έτσι θα πάψεις να είσαι δειλός», του έλεγε. Η συμπεριφορά του Δημήτρη, όμως, δεν άλλαξε. Εξακολουθούσε να είναι σιωπηλός και κάποιες φορές είχε βίαια ξεσπάσματα οργής. Έτρωγε ακατάσχετα, αλλά παρέμενε υπερβολικά αδύνατος εξαιτίας ενός εντερικού παρασίτου που αργότερα θα του γινόταν έμμονη ιδέα. Μόνη του ευχαρίστηση μέσα σε όλη αυτή την κατάσταση, ήταν οι βόλτες που κατέληγαν στην «Ακρόπολη», το φημισμένο εμπορικό κατάστημα της πόλης, που ανήκε σε Έλληνα.
Ο Δημήτρης συνέχισε να λέει χονδροειδή ψέματα. Κάποια φορά κατηγόρησε τον αδελφό της μητριάς του για βιασμό, αλλά κανείς δεν μπόρεσε να επιβεβαιώσει κάτι τέτοιο. Αντίθετα, έπιασαν τον ίδιο πάνω στο κρεβάτι του γυμνό με την ετεροθαλή αδελφή του Ευαγγελία. Ο ίδιος δεν έδειξε ποτέ να κατάλαβε γιατί αυτή του η πράξη επέσυρε τέτοια οργή…
ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ
Τα πράγματα είχαν αλλάξει στην Μοζαμβίκη. Η δουλειά του Τσαφεντάκη δεν πήγαινε και τόσο καλά. Το 1931, τα πράγματα στριμώχθηκαν τόσο, ώστε αποφάσισε να μετακομίσει με την οικογένειά του στη Νότια Αφρική, στην περιοχή του Τράνσβααλ, χωρίς όμως τον μικρό, ατίθασο Δημήτρη. Πριν φύγει από εκεί, όμως, φρόντισε να του εξασφαλίσει μια δουλειά στο περίπτερο της «Ακρόπολης». Ο μικρός έμεινε μόνος του στη Μοζαμβίκη. Την περίοδο εκείνη ανακάλυψε την ταυτότητα της βιολογικής του μητέρας, της Αμέλια. Είχε τσακωθεί με τη γυναίκα του αφεντικού του, γιατί τον είχε αποκαλέσει μπάσταρδο! Το μυστικό που όλοι γνώριζαν αλλά του το έκρυβαν, είχε μαθευτεί. Ηταν ένας μπάσταρδος! Πήγε στο ληξιαρχείο και ξέχωσε τις χαμένες του ρίζες. Όλα φωτίστηκαν όταν ανακάλυψε την ταυτότητα της μητέρας του. Που όμως δεν έμελλε να δει ποτέ, αφού η Αμέλια είχε πεθάνει το 1922 από φυματίωση. Η σκληρή πραγματικότητα τον προσγείωσε ανώμαλα. Ξαφνικά, άρχισε να καταλαβαίνει την συμπεριφορά που είχε απέναντί του η υπόλοιπη οικογένεια. Αλλά ένιωθε ότι είχε εγκαταλειφθεί άδικα από όλους.
Κλείνοντας τα 18 του, ο Δημήτρης είχε ήδη βιώσει μια σκληρή και μοναχική ζωή. Μοναδική του παρηγοριά η Κόρα, η πόρνη της περιοχής. Ο ίδιος επιζητούσε την επανασύνδεση με την οικογένειά του. Είχε ζητήσει έξι φορές βίζα για να επισκεφθεί την οικογένειά του στην Πραιτόρια, αλλά και τις έξι φορές του αρνήθηκαν - για άγνωστο λόγο. Ηθελε τόσο να πάει στη Νότια Αφρική. Του είχε γίνει σχεδόν έμμονη ιδέα. Η απαγόρευση δεν θα τον σταματούσε. Μπήκε λαθρεπιβάτης σε ένα τρένο, και κρυμμένος στη σκευοφόρο έφτασε στη Νότια Αφρική. Η οικογένειά του, όμως, δεν έδειξε καμία διάθεση ούτε να τον δει ούτε και να τον φιλοξενήσει, φυσικά! Ηταν η πρώτη φορά που ο Δημήτρης καταλάβαινε ότι ήταν πραγματικά μόνος. Αλλά έπρεπε να τα καταφέρει. Επιασε δουλειά σε διάφορα καφενεία της Πραιτόρια. Οι εργοδότες του ήταν ευχαριστημένοι μαζί του. Ο ίδιος είχε γίνει πολύ ομιλητικός και φιλικός με όλους. Ο παλιός εσωστρεφής, απομονωμένος και επιθετικός του χαρακτήρας είχε εξαφανιστεί. Στην μεταμόρφωση αυτή φαίνεται ότι είχε συμβάλει αποφασιστικά η επαφή του με κάποιους αριστερούς κύκλους. Είχε επηρεαστεί και εντυπωσιαστεί σημαντικά. Μοίραζε κομματικά φυλλάδια και διέδιδε τις ιδέες των αριστερών αυτών κύκλων στους πελάτες των καφενείων. Αλλά μια τέτοια δραστηριότητα δεν άργησε να φέρει τη σύλληψή του. Η αστυνομία ανακάλυψε ότι βρισκόταν παράνομα στη χώρα. Τον έστειλαν κατευθείαν πίσω στη Μοζαμβίκη. Ηδη ο Τσαφέντας είχε μπει στη μαύρη λίστα και των δύο χωρών. Απογοητευμένος, με σοβαρό πρόβλημα επιβίωσης, άρχισε να κάνει δουλειές του ποδαριού και θελήματα στο λιμάνι για να ζήσει. Βρισκόταν πια, στο τελευταίο σκαλοπάτι της κοινωνικής πυραμίδας.
Τον χειμώνα του 1937, η τύχη φάνηκε για πρώτη φορά να του χαμογελά. Είχε πατήσει τα 19. Τότε ήταν που βρήκε δουλειά στην κρατική βρετανική εταιρεία, την Imperial Airways, που έχτιζε ένα καινούργιο αεροδρόμιο στη βορειότερη επαρχία της χώρας και χρειαζόταν μεταφραστές. Στο νέο του περιβάλλον απόκτησε έναν φίλο. Ένα Σκωτσέζο συνάδελφο που τον έπαιρνε μαζί του για κυνήγι και του μιλούσε με ενθουσιασμό για την μαύρη ερωμένη του. Παλιές ανησυχίες άρχισαν να τον βασανίζουν. Στις ώρες της απομόνωσής του, έβαζε τη φαντασία του να δουλεύει και σκεφτόταν όσα είχαν συμβεί ανάμεσα στον πατέρα του και στην άγνωστη σε αυτόν μητέρα του, πλάθοντας ιστορίες με το μυαλό του. Μερικές φορές σκεφτόταν πόσο καλύτερα θα ήταν όλα αν η μητέρα του δεν είχε πεθάνει. Κάποιες φορές έπιανε τον εαυτό του να σκέφτεται ότι η μητέρα του δεν είχε πεθάνει, απλώς είχε φύγει μακριά για τους δικούς της λόγους. Του έκανε καλό να τη σκέφτεται ζωντανή. Αλλά η πραγματικότητα ήταν σκληρή. Και εντελώς διαφορετική.
Τον Γενάρη του 1938 ο Δημήτρης έκανε νέα αίτηση για να του δοθεί βίζα για τη Νότια Αφρική. Μετάφρασε τα χαρτιά του έτσι ώστε να φαίνεται ότι η Μαρίκα ήταν η μητέρα του, όπου ο ίδιος καταγράφονταν ως λευκός μια που δεν είχε καμία διαφορά από έναν λευκό. Η αίτησή του όμως απορρίφθηκε και πάλι, όπως και η προηγούμενη που είχε κάνει για να πάρει τουριστική βίζα. Για δεύτερη φορά αποφάσισε να ξαναπεράσει τα σύνορα παράνομα. Αλλά τώρα πρόσεχε πολύ να παραμείνει αθέατος. Ένα χρόνο αργότερα, το 1939, αποφάσισε να σπουδάσει σε μια τεχνική σχολή, παρακολουθώντας μαθήματα ηλεκτροσυγκόλλησης, οξυγονοκόλλησης και τόρνου. Κατάφερε να προσληφθεί στην Βρετανική Εταιρεία Χάλυβα, που κατασκεύαζε στρατιωτικά οχήματα. Η νέα του δουλειά του άρεσε και του φαινόταν εύκολη. Η ζωή του άρχισε να βελτιώνεται κάπως. Αγόρασε καινούργια ρούχα, ήρθε σε επαφή με τις ομάδες των κομμουνιστών και στον ελεύθερο χρόνο του άρχισε να επισκέπτεται την τοπική βιβλιοθήκη ξεκοκαλίζοντας κάθε βιβλίο και περιοδικό σχετικά με την τεχνολογία, την μεταλλουργία και την ναυπηγική. Άρχισε ακόμα και να ονειρεύεται ταξίδια στη Νέα Υόρκη και στο Λονδίνο. Στα μέρη εκείνα, ο νόθος Τσαφέντας, θα μπορούσε να μεταβληθεί σε έναν κοσμοπολίτη…
Στις 12 Ιουνίου 1942, το όνειρό του έγινε πραγματικότητα! Ο 24χρονος Δημήτρης μπαρκάριζε με τη βοήθεια του Έλληνα προξένου του Κέιπ Τάουν στο ελληνικό πλοίο «Ευγένιος Λιβανός» που πήγαινε στον Καναδά, σαν ναύτης. Αρχικά η συνύπαρξη πάνω στο πλοίο με τους Έλληνες, των οποίων τη γλώσσα και τη νοοτροπία κατανοούσε, ήταν συμπαθητική. Παλιά φαντάσματα ανασύρθηκαν από τη μνήμη του. Οι υπόλοιπο ναύτες άρχισαν να γελούν μαζί του. Να τον κοροϊδεύουν. Κατάλαβε ότι ούτε εδώ είχε θέση. Το πλοίο έδεσε στο λιμάνι του Σαιν Τζόν στον Καναδά. Ο Δημήτρης μάζεψε τα λιγοστά πράγματά του και έφυγε. Πήγε στις αρχές και παρακάλεσε να μην τον ξαναστείλουν στο πλοίο. Η περίπτωσή του, έφερε σε αμηχανία την αστυνομία. Λίγο αργότερα ο Δημήτρης θα δραπέτευε μαζί με άλλους δύο ναύτες στις ΗΠΑ, όπου έφτασε έπειτα από ένα ταξίδι 500 χιλιομέτρων κάτω από άθλιες συνθήκες. Οι αρχές τον συνέλαβαν και τον ανέκριναν. Ο Δημήτρης τραύλιζε και ήταν ανίκανος να τους δώσει μια σωστή πληροφορία για τον εαυτό του. Υποψιάστηκαν ότι κάτι δεν πάει καλά μαζί του. Τον έκλεισαν στο ψυχιατρείο. Η διάγνωση που έκαναν ήταν ότι έπασχε από «ψυχωνεύρωση». Τα επόμενα χρόνια θα μπαινόβγαινε άλλες έξι φορές στο ψυχιατρείο. Οι αρχές δεν μπορούσαν να βγάλουν άκρη μαζί του, αφού είχε μαζί του ένα ελληνικό και ένα πορτογαλικό διαβατήριο, ληγμένα και τα δύο προ καιρού, ενώ ήταν μέτοικος της Νότιας Αφρικής στην οποία ήταν ανεπιθύμητος, όπως και στη Μοζαμβίκη. Τελικά, οι αρχές αποφάσισαν: ήταν Έλληνας, και επομένως έπρεπε να σταλεί στην Ελλάδα!
ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Με ένα φορτηγό πλοίο έφτασε ένα απόγευμα του 1947 στο λιμάνι του Πειραιά. Εποχή του Εμφύλιου. Με νωπές ακόμα τις αναμνήσεις του πολέμου και την φτώχεια φανερή παντού. Οι συνθήκες για εγκατάσταση στην Ελλάδα, δεν ήταν οι καλύτερες. Ο Δημήτρης όμως, βρήκε μια δουλειά στην Αμερικανική Αποστολή Βοήθειας, πρώτα ως μεταφραστής κι έπειτα ως διανομέας. Το παλιό του σχέδιο για επιστροφή στη Νότια Αφρική δεν το είχε εγκαταλείψει. Άρχισε πάλι να κάνει νέες αιτήσεις για βίζα. Απέκτησε σχέσεις με κάποια χριστιανική οργάνωση που λεγόταν "Χριστιανική Εκκλησία", που είχε για κύρια γλώσσα συνεννόησης τα αγγλικά και οι βασικές αρχές της ήταν η ισότητα ανάμεσα στους λαούς και η ειρήνη. Τα μέλη της οργάνωσης μαζεύονταν τακτικά σε περιοχές της Αθήνας για κατήχηση. Στα πλαίσια μιας τέτοιας συγκέντρωσης, ο 30χρονος Δημήτρης απέκτησε κι ένα δεύτερο όνομα: Τζέιμς. Βαφτίστηκε φορώντας μόνο τα εσώρουχά του στα νερά του Πειραιά. Στην Ελλάδα δεν θα καθόταν συνολικά παρά μονάχα δύο χρόνια, δουλεύοντας σε κρουαζιερόπλοια που έκαναν ταξίδια στη Μεσόγειο.
Σε ένα από τα ταξίδια του, αποφάσισε να μην ξαναγυρίσει στην Ελλάδα και εγκατέλειψε το πλοίο στη Μασσαλία. Πήγε στο Παρίσι όπου ζήτησε βίζα για την Ισπανία και από εκεί για Πορτογαλία. Οι πορτογαλικές αρχές τον αντιμετώπισαν με καχυποψία. Αφού είχε πορτογαλικό διαβατήριο, γιατί δεν είχε υπηρετήσει στο στρατό, αναρωτήθηκαν. Τελικά, μετά από πολλές διαδικασίες, του επέτρεψαν να μείνει νόμιμα στη χώρα. Τα γράμματα που έστελνε στην οικογένειά του παρέμεναν αναπάντητα. Επί ένα χρόνο δούλευε ως πλανόδιος πωλητής στις όχθες του Τάγου, ενώ έκανε γνωριμίες με τα πληρώματα των εμπορικών πλοίων που περνούσαν από εκεί. Στο τέλος κατόρθωσε να επιβιβαστεί σε ένα από αυτά με προορισμό τη Μοζαμβίκη. Παρά τις προσπάθειές του, όμως, δεν κατάφερε να μείνει εκεί, αφού ήταν πρόσωπο ανεπιθύμητο. Ετσι επέστρεψε στη Λισσαβόνα. Η ψυχική του υγεία είχε κλονιστεί. Τον έκλεισαν σε ψυχιατρείο αλλά και στη φυλακή για 11 μήνες, όταν προσπάθησε να περάσει παράνομα τα σύνορα με την Ισπανία.
Από το 1951 μέχρι και το 1960 o Τσαφέντας μπαινόβγαινε στα ψυχιατρεία της Πορτογαλίας, της Γερμανίας αλλά και της Αγγλίας, όπου βρέθηκε το 1959. Στα μεσοδιαστήματα έκανε δουλειές του ποδαριού και πολλές φορές βρέθηκε άστεγος και άνεργος. Σχεδόν όλες οι χώρες από τις οποίες πέρασε, τον χαρακτήριζαν ως ανεπιθύμητο, βάζοντάς τον στη «μαύρη λίστα». Το 1960 αποφάσισε να πάει προς τα Βαλκάνια. Η περιπλάνηση ήταν μεγάλη. Βρέθηκε ξανά στον Πειραιά, κι από εκεί έφυγε για Αλεξάνδρεια, πέρασε από τη Βηρυτό και κατέληξε προσκυνητής στο Ισραήλ. Ο κόσμος ήταν εχθρικός απέναντί του. Οι αρχές τον αντιμετώπιζαν με καχυποψία και τον καταδίωκαν σε κάθε σταθμό. Έπειτα από ένα εξαντλητικό ταξίδι μέσω Ιορδανίας, Συρίας και Τουρκίας, έφτασε στην Κωνσταντινούπολη. Αρκετές φορές, όντας απένταρος, αναγκάστηκε να πουλήσει το αίμα του. Με τα λεφτά αυτά έφτιαξε τα προβληματικά δόντια του. Τελικά προσελήφθη ως καθηγητής αγγλικών σε ένα ιδιωτικό σχολείο. Είχε μάλιστα και μια σύντομη σχέση με μια τουρκάλα συνάδελφό του. Σύντομα όμως εγκατέλειψε και την Τουρκία, επιστρέφοντας στη Λισσαβόνα.
Τότε ήταν που συνέβη το αναπάντεχο: η Μαρίκα απάντησε στα γράμματά του! Η χαρά του, όμως, δεν κράτησε για πολύ. Το γράμμα, απλώς τον πληροφορούσε ότι ο πατέρας του είχε πεθάνει. Ο Δημήτρης Τσαφέντας θεώρησε απαραίτητη την επιστροφή του στη Νότια Αφρική. Με τη μεσολάβηση των Αδελφών του Ελέους, μια αίτησή του έγινε επιτέλους δεκτή ύστερα από 20 ολόκληρα χρόνια. Φτάνοντας στην Πραιτόρια, η Μαρίκα του ανακοίνωσε ότι δεν είχε τίποτα να λάβει από την πατρική περιουσία, η οποία άλλωστε ήταν πολύ μικρή. Δέχτηκε όμως να του επιτρέψει να μείνει για λίγο στο σπίτι του ετεροθαλούς αδελφού του, Βίκτορα. Η συμβίωση δεν κράτησε πολύ. Κανείς δεν τον ήθελε. Μόνο τα εγγόνια της Μαρίκας έβρισκαν διασκεδαστικό αυτόν τον «χοντρό ιπποπόταμο» που έτρωγε για δέκα και ήταν ένα πραγματικό θέαμα καβάλα στο ποδήλατό του. Και ο Βίκτορας δεν είχε καμιά διάθεση να ανεχτεί τις παραξενιές, τις εκκεντρικότητες και τα παράπονα του επί τόσα χρόνια χαμένου ετεροθαλούς αδελφού του. Του ζήτησε λοιπόν χωρίς περιστροφές, να φύγει.
Με τακτοποιημένα τα χαρτιά του ο Δημήτρης έφυγε για τη Ροδεσία, όπου η υποδοχή από την άλλη αδελφή του την Κατερίνα, ήταν αντίστοιχη. Έτσι κατευθύνθηκε και πάλι στη Μοζαμβίκη. Η ζωή του είχε καταρρακωθεί. Αρχισε να μιλά ανοικτά, διαδίδοντας τις ιδέες του για ολική επιμειξία και για ανεξαρτητοποίηση της Μοζαμβίκης από την πορτογαλική αρχή. Η σύλληψή του ήταν αναπόφευκτη. Ύστερα όμως από κράτηση 10 εβδομάδων, αφέθηκε ελεύθερος ως ψυχοπαθής.
Η επιστροφή του στη Ν. Αφρική συνοδεύτηκε από μια δουλειά στους νοτιοαφρικανικούς σιδηροδρόμους που του φάνηκε ιδιαίτερα βαρετή, ενώ συχνοί ήταν οι τσακωμοί με τους συναδέλφους του. Μια φορά μάλιστα τον μαχαίρωσαν στο αριστερό χέρι. Ο δράστης τον κατήγγειλε στην αστυνομία ως «κομμουνιστή», κατηγορία βαριά, που επιβεβαίωσε κι ένας καθολικός ιερέας με τον οποίο είχε επίσης βρεθεί σε διένεξη.
Τότε συνέβη κάτι απροσδόκητο. Μια μέρα ήρθε στο σπίτι του ένα γράμμα από μια άγνωστη γυναίκα. Ονομαζόταν Ελεν Ντάνιελς. Ηταν έγχρωμη χριστιανή από το Κέιπ Τάουν, μέλος όπως και ο ίδιος της «Χριστιανικής Εκκλησίας». Του έγραφε ότι είχε ακούσει πολλά γι΄ αυτόν, κι ότι ήθελε πολύ να τον γνωρίσει χωρίς να αποκλείει τον γάμο! Την επομένη ο Δημήτρης έφτανε στο Κέιπ Τάουν, όπου θα εγκαθίστατο στο σπίτι των Ντάνιελς παρά τον νόμο που απαγόρευε τη συγκατοίκηση λευκών με μαύρους.
Ο Δημήτρης Τσαφέντας για μια ακόμα φορά θα αποδείκνυε έμπρακτα ότι δεν λογάριαζε τίποτα. Και θα ζητούσε από τις τοπικές αρχές στις οποίες προσέφυγε, κάτι που ομολογουμένως ήταν πρωτάκουστο και πολύ… πρωτότυπο: να αλλάξουν τα στοιχεία της ταυτότητάς του και από «λευκό» να τον χαρακτηρίσουν «έγχρωμο»! Οι αρχές έμειναν με το στόμα ανοιχτό. Ποτέ δεν τους είχε συμβεί κάτι τέτοιο στο παρελθόν. Το αντίστροφο αίτημα, ήταν πολύ συχνό. Αλλά αυτό, δεν είχε πραγματικά προηγούμενο!
Η 35χρονη Ελεν μετά από λίγο καιρό έπαψε να ενδιαφέρεται για τον Δημήτρη. Του είπε ότι δεν ήταν ο άντρας των ονείρων της κι ότι είχε άλλες προσδοκίες για το μέλλον της. Του είπε ότι οι τρόποι του δεν του άρεσαν. Ότι ήταν χοντρός, αξύριστος και βρώμικος. Κι ότι πολλές φορές η συμπεριφορά του ήταν ακατανόητη και παράλογη. Το ζήτημα του γάμου έμεινε στην άκρη. Μαζί πήγαιναν μόνο στη λειτουργία. Mια μέρα, ένας γείτονας των Ντάνιελς τον πήρε παράμερα και του εξήγησε διακριτικά, ότι εφόσον ήταν δηλωμένος λευκός, η διαμονή του κάτω από στέγη μαύρων, μόνο προβλήματα μπορούσε να δημιουργήσει σε όλους. Ο Δημήτρης κατάλαβε ότι ούτε εδώ είχε πια θέση. Ετσι, εγκατέλειψε την οικογένεια Ντάνιελς.
ΣΤΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ
Υστερα από μια δύσκολη περίοδο ανεργίας και μια δύσκολη συγκατοίκηση με έναν Αφρικάνερ και έναν Γερμανό, πέρασε από μια συνέντευξη για τη θέση του κλητήρα στη Βουλή. Πίστευε ότι δεν είχε καμιά ελπίδα. Αλλά η γλωσσομάθειά του και η ανάγκη του, έπεισαν τους εξεταστές του ότι μπορούσαν να του εμπιστευτούν τη δουλειά. Τον προμήθευσαν με μια ειδική στολή και του ανέθεσαν να πηγαίνει μηνύματα και έγγραφα από το ένα γραφείο της βουλής στο άλλο, να μεταφέρει καφέδες και να κάνει εξωτερικές δουλειές. Στο μεταξύ ο Δημήτρης είχε γνωριστεί με το πλήρωμα της «Ελένης», ενός ελληνικού πλοίου που θα έμενε για λίγο καιρό στο Κέιπ Τάουν. Σχεδόν καθημερινά πήγαινε εκεί για να φάει και να κουβεντιάσει με τους ναύτες. Σε μια τέτοια συνάντηση διαπίστωσε ότι έφερναν μαύρα κορίτσια στο πλοίο. Τους προειδοποίησε για τις συνέπειες. «Αυτό που απαγορεύεται την ημέρα, κρύβεται τη νύχτα», του είπε ένας ναύτης. «Εξάλλου, ακόμα και ο ίδιος ο Verwoerd ήταν παντρεμένος με μια έγχρωμη, μόνο που αυτή είχε κατορθώσει να "περάσει" για λευκή», πρόσθεσε.
Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ
Ο Δημήτρης είχε αρχίσει να βαριέται θανάσιμα. Παραπονιόταν για το σύστημα του Verwoerd. Ηξερε ότι το πλοίο «Ελένη» θα απέπλεε σε μερικές μέρες. Την 1η Σεπτεμβρίου 1966 τακτοποίησε το διαβατήριό του και μετέτρεψε όσο περισσότερο συνάλλαγμα μπορούσε, σε δολάρια. Αντί 80 δολαρίων αγόρασε από ένα ναύτη ένα πιστόλι, λίγο μεγαλύτερο από ένα παιχνίδι και μάλιστα χωρίς σφαίρες! Στις 5 Σεπτεμβρίου αγόρασε δυο μαχαίρια.
Το πρωί της 6ης Σεπτεμβρίου έφτασε στη Βουλή για να πιάσει δουλειά, πολύ νωρίτερα από ό,τι συνήθως. Όλα ήταν έτοιμα για τη σύσκεψη του λαϊκού συμβουλίου, όπου ο πρωθυπουργός θα μιλούσε, για να κάνει κάποιες σημαντικές ανακοινώσεις. Κανείς δεν θα έλειπε από τη σύσκεψη αυτή.
Στις 2 το μεσημέρι, η αίθουσα του κοινοβουλίου ήταν κατάμεστη. Ο Δημήτρης βρισκόταν στην είσοδο, όταν τον προσπέρασε ο Verwoerd, ακολουθούμενος από τον σωματοφύλακά του και τη γραμματέα του. Ο Τσαφέντας τους ακολούθησε βιαστικά. Κατευθύνθηκε πρώτα στα δεξιά, προς την πλευρά της αντιπολίτευσης, και ξαφνικά αλλάζοντας πορεία, πήγε προς το μέρος του πρωθυπουργού. Όταν εκείνος πήγε να καθίσει, ο Τσαφέντας έσκυψε από πάνω του. Ολοι νόμισαν ότι είχε να του παραδώσει κάποιο μήνυμα. Ο Δημήτρης έβγαλε από το σακάκι του το μαχαίρι που είχε κρυμμένο και το βύθισε τέσσερις φορές στο στήθος του πρωθυπουργού! Τρεις από τις μαχαιριές βρήκαν τον Verwoerd στον αριστερό πνεύμονα και μία –η μοιραία- στην καρδιά. Ο πρωθυπουργός αρχικά δεν κατάλαβε τι συμβαίνει. Χαμογελούσε ακόμα… Κανείς δεν είχε προλάβει να αντιδράσει.
Όταν είδε το αίμα να τρέχει από το στήθος του, η έκφρασή του άλλαξε απότομα. Καθώς έπεφτε στο έδαφος, πρόλαβε να πει «που είναι αυτός ο μπάσταρδος; Θα τον πιάσω!»
Το ίδιο απόγευμα ο πρωθυπουργός θα ήταν νεκρός.
Ο Τσαφέντας συνελήφθη από το πλήθος και παραδόθηκε στην αστυνομία, που ανακοίνωσε ότι «πρόκειται για διαταραγμένη προσωπικότητα που πάσχει από σχιζοφρένεια».
Ο ΤΡΕΛΟΣ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ
«Ατομον ελληνικής καταγωγής εδολοφόνησε τον Χ. Φέρβαϊρντ», έγραφε η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της 7ης Σεπτεμβρίου 1966. Και οι “Cape Times” της ίδιας μέρας έγραφαν ότι «ο μυστηριώδης τύπος του Κοινοβουλίου», που «βύθισε τη χώρα στο πένθος», ήταν παράξενο άτομο, ακατάστατος και διάβαζε με μανία τη Βίβλο. Ο δολοφόνος ήταν ένας 48χρονος με καταγωγή από την Κρήτη, νοικάρης στο σπίτι της Alice Theyser. Πέθανε στα 81 του χρόνια, έγκλειστος σε ψυχιατρείο, χωρίς να περάσει από δίκη και με αδιευκρίνιστα τα κίνητρα της ενέργειάς του.
Σε πρωτοσέλιδο του ΕΘΝΟΥΣ εκφράζονταν φόβοι για αντίποινα στην κοινότητα των Ελλήνων που αριθμούσε 25.000 μέλη, κάτι που βεβαίως δεν συνέβη. Ο πρωθυπουργός και πρώην καθηγητής Verwoerd, αναφέρεται ως «απόστολος της πολιτικής των φυλετικών διακρίσεων», που αψηφούσε τις ανά τον κόσμο φωνές των ανθρωπιστών. Η δολοφονία του «προκάλεσε αισθήματα θλίψεως δια την πράξη που τραυματίζει κάθε πολιτισμένον άνθρωπο, αλλά και αλαλαγμούς χαράς των Μαύρων της Αφρικής». Η ανταπόκριση από το Κέιπ Τάουν, με τίτλο «Αδιάλλακτος ρατσιστής υπήρξεν ο Φερβούρτ», τον χαρακτηρίζει «ως εμποτισμένο βαθιά από τας θεωρίας του Γκομπινό, του Χίτλερ και των φυλετικών διακρίσεων, τις οποίες εφάρμοζε με σιδηράν πυγμήν, συντρίβων κάθε αντίσταση».
Η "ΔΙΚΗ"
Πολλοί ήταν έτοιμοι να «επενδύσουν» στα πολιτικά κίνητρα της δολοφονίας του πρωθυπουργού. Κάποιοι μάλιστα πίστευαν ότι η δολοφονία αυτή ήταν ο προάγγελος μιας λαϊκής εξέγερσης. Πάντως, το Εθνικό Κόμμα, πρόεδρος του οποίου ήταν ο Verwoerd, έκανε τα πάνα για να συσκοτίσει τις βαθύτερες προθέσεις του δράστη και να θάψει την υπόθεση. Ο δικαστής Μπάγιερς που τον δίκασε, απορρίπτοντας την ανθρώπινη φύση του Δημήτρη Τσαφέντα, είπε ότι «είναι ένα πλάσμα χωρίς νου, που δεν έχει σχέση με τη λογική. Δεν μπορώ να τον δικάσω, όπως δεν μπορώ να δικάσω ένα σκυλί ή ένα άψυχο εργαλείο»! Ο Μπάγιερς τον θεώρησε απόλυτα διαταραγμένη προσωπικότητα, πράγμα που μπορούσε να επικαλεστεί μια και ο Τσαφέντας είχε αλλεπάλληλους εγκλεισμούς σε ψυχιατρεία. Ετσι, ο κόσμος έμαθε ότι ο Δημήτρης Τσαφέντας ήταν ένας τρελός, Ένας σχιζοφρενής μετανάστης…
Στοιχεία νεότερων ερευνών, που βασίστηκαν στα Κρατικά Αρχεία της Πραιτόρια, στα οποία επιτράπηκε η πρόσβαση μετά την πάροδο 30 ετών, αποκαλύπτουν πως ο Δημήτρης Τσαφέντας ανακρινόμενος είχε πει πως «ήταν αηδιασμένος από την ρατσιστική πολιτική και εκτέλεσε το σχέδιό του να σκοτώσει τον πρωθυπουργό», δίνοντας ενδείξεις πως η πράξη του ήταν συνειδητή. Ο συνήγορος του Τσαφέντα κατέθεσε πως του είχε πει: «Η ιστορία θα κρίνει αν έχω δίκιο ή άδικο». Στον ανακριτή δήλωσε: «Δεν με ενδιαφέρουν οι συνέπειες και το τι πρόκειται να μου συμβεί». Και ήταν τραγικά αυτά που υπέστη επί 23 χρόνια στις φυλακές υψίστης ασφαλείας της Πραιτόρια, όπου βρέθηκε έγκλειστος με κάποιο παραθυράκι του νόμου, ενώ έπρεπε να νοσηλεύεται σε ψυχιατρείο. Επί ένα τέταρτο του αιώνα, όπως αναφέρει συγκρατούμενός του, ήταν μελλοθάνατος. Η κράτησή του ήταν σε ένα κελί δίπλα στις αγχόνες, όπου εβδομαδιαίως απαγχονίζονταν ομαδικά κατάδικοι. «Οι ήχοι τον έκαναν να ουρλιάζει σαν σκυλί». Οι δεσμοφύλακες συνήθιζαν να ουρούν στο φαγητό του. Τον ξυλοκοπούσαν, ενώ του φορούσαν ζουρλομανδύα. Μόλις το 1989 μεταφέρθηκε σε φυλακές μικρότερης ασφαλείας. Ολο αυτό το διάστημα μόνοι επισκέπτες ήταν κάποιοι πιστοί φίλοι. Η οικογένειά του δεν τον επισκεπτόταν. Η ελληνική κοινότητα Κρούγκερσντορπ ανέλαβε την ταφή του, ενώ ο θάνατός του απασχόλησε τον τοπικό τύπο. Για την υπόθεση Τσαφέντα έχει γίνει εμπεριστατωμένη έρευνα της Λίζας Κέη, “Furosis” (λατινικά ο παράφρων), που προβλήθηκε σε ντοκιμαντέρ στη Ν. Αφρική και χρησιμοποιήθηκε το 1997 ως μαρτυρία υπεράσπισής του ενώπιον της Επιτροπής Αλήθειας και Συμφιλίωσης που εξετάζει τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν από την πολιτική του απαρτχάιντ. Η τραγική ζωή του έχει αναπαρασταθεί σε θεατρικά έργα όπως το The famous dead Man (1980), που είχε απαγορευθεί γιατί δυσφήμιζε τον Verwoerd, προβάλλοντας την άποψή πως εκείνος ήταν ο τρελός.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ο Δημήτρης Τσαφέντας ήταν ο άνθρωπος που έθεσε τις βάσεις για να αλλάξει η ιστορία της Νότιας Αφρικής. Με την δολοφονία του σκληροπυρηνικού Hentrik Verwoerd ξεκίνησε η κατάργηση του απαρτχάιντ. Ο Τσαφέντας ήταν ένα πλάσμα πραγματικά δυστυχισμένο, που εκτός από τα αδυσώπητα χτυπήματα της μοίρας, τα 33 τελευταία χρόνια της ζωής του τα έζησε έγκλειστος σε φυλακές και ψυχιατρεία. Η περίπτωσή του έμεινε στην αφάνεια.
Κανείς δεν μπορεί να πει με απόλυτη σιγουριά αν η δυστυχία του οφειλόταν στην έλλειψη οικογενειακής γαλήνης, στην κοινωνική απόρριψη ή μήπως υπήρξε κι ο ίδιος ένα από τα θύματα του ρατσισμού... Όπως και να΄ χει το πράγμα, ο Δημήτρης Τσαφέντας έκανε εκείνο που χιλιάδες άλλοι εύχονταν ενδόμυχα, αλλά δεν το τολμούσαν. Μπήκε στη φυλακή χωρίς δίκη, κι έπειτα κλείστηκε στο ψυχιατρείο, έξω από το Γιοχάνεσμπουργκ, μέχρι την ημέρα που πέθανε στις 7 Οκτωβρίου του 1999! Η κηδεία του έγινε από έναν ορθόδοξο παπά και τάφηκε στο νοσοκομειακό νεκροταφείο, σε ένα μνήμα χωρίς όνομα, χωρίς ταφόπλακα, με μια μόνο πέτρα επάνω και με χαραγμένο τον αριθμό J59, που ήταν ο αριθμός του ως κρατουμένου!
Κανείς δεν γνωρίζει πραγματικά ποιος ήταν ο Δημήτρης Τσαφέντας. Και πώς έφτασε στη δολοφονία του πρωθυπουργού της Νότιας Αφρικής. Ένας Ολλανδός συγγραφέας, ο Χενκ Βαν Φούρντεν, θέλοντας να δώσει απαντήσεις σε όλα αυτά στο βιβλίο του για την υπόθεση αυτή, λέει ότι «όλοι ο Νοτιοαφρικανοί ηλικίας άνω των 40 χρονών θυμούνται ακριβώς σε ποιο σημείο βρισκόντουσαν και τι έκαναν την ημέρα εκείνη που σημάδεψε την σύγχρονη ιστορία της Νότιας Αφρικής». Και προσθέτει: «Ο Τσαφέντας είναι μισός Ελληνας και ο Φερβούρντ μισός Ολλανδός. Εκεί πιστεύω βρίσκεται η απάντηση, στην προϊστορία αυτού του «μισού»». Ηταν τόσο συγκεχυμένη η ταυτότητα του Τσαφέντα, που όλοι του απέδιδαν διαφορετικό επίθετο (Τσαφεντίκας, Στιφιανός, Τσιπευτής….). Δεν ήταν ούτε λευκός, ούτε μαύρος, μιλούσε “africaans” αλλά δεν ήταν αφρικανός, η γυναίκα που αρραβωνιάστηκε δεν τον ήθελε γιατί είχε λευκή προέλευση. Οι κατά καιρούς διαγνώσεις στα διάφορα ψυχιατρικά ιδρύματα όπου βρέθηκε έγκλειστος, ανέφεραν: 1944: «παθολογικά συναισθηματικός», 1946: «σχιζοφρενής», 1952: «μανιο-καταθλιπτικός», 1955: «ψυχονευρωτική ψύχωση».
Σύμφωνα με δύο γιατρούς της ψυχιατρικής κλινικής Sterkfontein και Botha-Stevenson, που τον παρακολουθούσαν «είναι πολύ γέρος και δύσκολα μπορεί να περπατήσει. Δεν είναι επικίνδυνος, είναι απλώς ένας μοναχικός άνθρωπος».
Όπως και να΄ χει, η πράξη του Τσαφέντα κατά κοινή παραδοχή αναχαίτισε κάπως τα αδίστακτα σχέδια της ρατσιστικής πολιτικής της εθνικιστικής κυβέρνησης του πανίσχυρου Εθνικού κόμματος, μια και μετά την απώλεια του αρχηγού του, που εξέφραζε την ιδεολογική τους βεβαιότητα, οι Αφρικάνερς διασπάστηκαν σε αντίπαλες παρατάξεις. Από σύγχρονους ερευνητές θεωρείται πως η πράξη του Τσαφέντα εξέτρεψε της πορείας του το απαρτχάιντ και έβαλε τη χώρα στο δρόμο που, περισσότερο από ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα, θα οδηγούσε στην απελευθέρωση του Μαντέλα.
Στα 81 του χρόνια ο Δημήτρης Τσαφέντας έσβησε στο ψυχιατρείο Zonderwater της Νότιας Αφρικής, όπου είχε μεταφερθεί μόλις το 1994 με πρωτοβουλία της κυβέρνησης Μαντέλα. Πρωτύτερα εκρατείτο κάτω από φρικτές συνθήκες στις νοτιοαφρικανικές φυλακές, χωρίς ποτέ να περάσει από δίκη.
Υπάρχει ακόμα και η «θεωρία συνωμοσίας» κατά της εθνικής ανεξαρτησίας της Ν. Αφρικής, που για κάποιους εγγυόταν ο Verwoerd, και που υποστηρίζει πως ο δράστης δεν έπασχε ψυχιατρικά. Οι οπαδοί της άκρας δεξιάς υπογραμμίζουν ότι οι ειδικοί εντυπωσιάστηκαν από την ακρίβεια των πληγμάτων, που αποδεικνύουν πως «επρόκειτο για εκπαιδευμένο δολοφόνο». Κατά την άποψη αυτή, αν και κομμουνιστής (με έντονη δράση από το 1939), ο Τσαφέντας χρησιμοποιήθηκε από τους Βρετανούς, τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, και όχι από την ΕΣΣΔ, για να υπονομεύσουν την ανερχόμενη Αφρική. Κατ΄ αυτούς, ο υπουργός Δικαιοσύνης Τζ. Φόρστερ, που διαδέχθηκε τον δολοφονηθέντα, παρέμεινε περιέργως ήρεμος την ώρα που δολοφονούσαν τον αρχηγό του και στη συνέχεια υπονόμευσε την πολιτική Φερβούρντ. Άλλες έρευνες παρουσιάζουν ενδείξεις πως η δολοφονία ήταν έλλογη πράξη επαναστατικής διαμαρτυρίας. Μαρτυρίες φιλικών προσώπων, όπως δημοσιεύτηκαν στον Τύπο της Ν. Αφρικής, αναφέρουν πως τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Δ. Τσαφέντας στο ψυχιατρείο διατηρούσε εξαιρετική ευφυΐα και μνήμη, μιλούσε για τον Φερβούρντ, αναγνώριζε γνωστούς, μιλούσε ακόμη πολλές γλώσσες και ενδιαφερόταν για τη φιλοσοφία, τη θρησκεία και το Δαρβίνο. Για το έγκλημα που διέπραξε, κλαίγοντας έλεγε πως ποτέ δεν έπρεπε να έχει σκοτώσει άνθρωπο, γιατί είναι Χριστιανός.
ΟΣΟΙ ΜΙΛΗΣΑΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΣΑΦΕΝΤΑ:
-Ελένη Τσαφέντα, η ετεροθαλής αδελφή του δολοφόνου.
-Γιώργος Μπίζος, δικηγόρος και φίλος του Ν. Μαντέλα, αγωνιστής κατά του απαρτχάιντ.
-Δημήτρης Βεργίτσης, πρώην παπάς, καθηγητής φιλοσοφίας και εκδότης.
-Ακης Απέργης, ακτιβιστής, έφυγε με την χούντα από την Ελλάδα και από τότε ζει στο Γιοχάνεσμπουργκ.
-π. Μιχάλης, εφημέριος στην ενορία της Πραιτόρια, αρχιμανδρίτης.
-Βενιαμίν Χέντριξ, καθηγητής ελληνικών στο πανεπιστήμιο του Γιοχάνεσμπουργκ.
-Λούλη Καλλίνικος, αγωνίστρια κατά του απαρτχάιντ, κοινωνιολόγος, λογοτέχνης.
-π. Σεραφείμ Κυκκώτης, μητροπολίτης Γιοχάνεσμπουργκ και Πραιτόρια.
-Πέτρος Βέκιος, μετανάστης από τη Μυτιλήνη, συνταξιούχος, ζει στη φάρμα του έξω από την Πραιτόρια.
-Αλεξ Μουμπάρης, κομμουνιστής συγκρατούμενος του Τσαφέντα στο High Security Jail στην Πραιτόρια, που έκανε μεγάλη απόδραση το 1973.
-Ντοκιμανταίρ του Μανώλη Δημελλά με θέμα τον άγνωστο αυτό Ελληνα («Η καταγραφή της μνήμης: Live and Let Live»), που παίχτηκε στο πλαίσιο του 10ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης (7-16 Μαρτίου 2008).
καλό,πικρόχολο και εξαιρετικά ενδιαφέρον...
ΑπάντησηΔιαγραφήαξιον μνείας και ανάλυσης,
καλημέρα μεθ' ευχαρηστηρίων..:-)
Σ' ευχαριστώ. Καλή σου μέρα B.Bimbo.
ΑπάντησηΔιαγραφή