Ο Ευγένιος Σπαθάρης ήταν ένας πραγματικός λαϊκός καλλιτέχνης, ένας άλλος Θεόφιλος (στο είδος του) που η επιμονή και η δουλειά του χάρισαν στην Ελλάδα το γέλιο για πολλές δεκαετίες – όπως άλλωστε κι ο πατέρας του. Ηταν εκείνος που έδωσε ώθηση και έκανε προσπάθεια να μεταφέρει στα καθ΄ ημάς τη φιγούρα του Καραγκιόζη, του καμπούρη που μετουσιώθηκε σε συνώνυμο του Ελληνα, που προκαλεί τη θυμηδία μέσα από την προσπάθειά του «να γεμίσει το στομάχι»… Ο Ευγένιος Σπαθάρης μπορεί να μην υπάρχει πια, αλλά το έργο του θα παραμείνει ζωντανό και μέσα από το μουσείο του θεάτρου σκιών.
ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ
Ωστόσο θα ήθελα να μεταφέρω κάποιες ενστάσεις μου σχετικά με τους τύπους που τα έργα του Καραγκιόζη παραδίδουν. Οι ρίζες του Θεάτρου Σκιών χάνονται στα βάθη του χρόνου. Στη νοτιανατολική Ασία το θέατρο αυτό έχει παράδοση 2.000 χρόνων, ενώ στην Κίνα άκμασε τον 11ο αιώνα και παράλληλα στα μυστικά θρησκευτικά τάγματα της Κεντρικής Ασίας, απ΄ όπου οι Τούρκοι το έφεραν τον 13ο αιώνα στη Δυτική Ασία, με το όνομα Καβουρτσάκ. Ο μεταλαμπαδευθείς εκ Τουρκίας Καραγκιόζης, ως τύπος ανθρώπου, πάντως, δεν μπορεί να ταυτιστεί με τον νεοέλληνα (παρά μόνο με εκείνον του νεόκοπου νεοελληνικού κράτους και όχι του μετέπειτα), αν και βγάζει γέλιο… Πάντα πειναλέος, καυγατζής, χωρατατζής, αθυρόστομος και πονηρός, δεν είναι ο τύπος με τον οποίο θα επιθυμούσε κάποιος να ταυτιστεί. Η γνωστή φράση «άντε, ρε καραγκιόζη», είναι μάλλον απαξιωτική και χρησιμοποιείται κατά κόρον. Όπως επίσης και η «τσουβαληδόν» άποψη που εκφέρεται για μια σειρά ανθρώπινων τύπων, που εμπλέκονται τελικά σε στερεότυπα, που κάθε άλλο παρά κολακευτικά γι αυτούς είναι… Χαρακτηριστικοί τύποι οι οποίοι αναδεικνύονται μέσα από τον Καραγκιόζη, δίνουν έμφαση στη «φάρσα», αλλά ταυτόχρονα αναπαράγουν στερεότυπα που πέρα από την «πλάκα» και την θυμηδία που προκαλούν, δεν ανταποκρίνονται παρά σε μια πραγματικότητα που υπήρξε - αλλά επί τουρκοκρατίας.
ΟΙΜΟΙΟΤΗΤΕΣ
Αν και η σημερινή πραγματικότητα, μέσα από τα σκάνδαλα και τις ρεμούλες, μπορεί να μοιάζει με κάποιες από τις καταστάσεις που μας θυμίζουν Καραγκιόζη, εντούτοις δεν θα έπρεπε να υιοθετήσουμε την πονηριά και τον ραγιαδισμό από τα οποία επιθυμούμε να απεγκλωβιστούμε. Δεν είμαστε –ή τουλάχιστον δεν θα έπρεπε να είμαστε- οι καρπαζοεισπράκτορες της Ψωροκώσταινας. Ούτε και μπορεί κάποιος να ταυτιστεί με τον τύπο εκείνον που ακούει στο όνομα Σολομών, περπατά σαν «ξεβιδωμένος» και εκπροσωπεί τον πλούσιο, τσιγκούνη, πονηρό και δειλό Εβραίο της Θεσσαλονίκης! Χώρια που οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης ξεκληρίστηκαν στην διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Αλλά και ο Χατζηαβάτης είναι ο τύπος του ραγιά που ζει ακόμα με την ανάμνηση της τουρκοκρατίας, είναι παμπόνηρος, γαλίφης, ανήσυχος, δειλός και κόλακας απέναντι στους ισχυρούς, προσποιείται τον κακόμοιρο αστό βιοπαλαιστή και ο νους του είναι στις βρωμοδουλειές, ενώ εκτελεί τις παραγγελίες του μπέη και του πασά. Ο δε τουρκαλβανός Βεληγκέκας, είναι κουτός, απολίτιστος, λιγόλογος και μιλά ελληνικά με ανάμεικτες αρβανίτικες και τούρκικες φράσεις, αντιπροσωπεύοντας την εκτελεστική εξουσία. Ο μόνος αδιάφθορος χαρακτήρας, αγαθός, ηθικός και δυνατός, είναι ο θείος του Καραγκιόζη, ο μπαρμπα – Γιώργος, ο γνήσιος Ρουμελιώτης, ο βουνίσιος Ελληνας.
Ο Καραγκιόζης, εν κατακλείδι, εκπροσωπεί έναν τύπο που υπήρξε κάτω από συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες και που όλοι εύχονται να μην ξανάρθουν ποτέ. Η ανεργία και η ενδοια στη σημερινή Ελλάδα έχουν διογκωθεί, αλλά ο σημερινός Ελληνας κατά κανόνα δεν ζει σε παράγκα ούτε περπατά ξυπόλητος. Και έχω την εντύπωση ότι ουδείς θέλει να πιστεύει ότι ο Καραγκιόζης, ένα εισαχθέν από την Τουρκία στην Ελλάδα θέαμα (παράσταση καραγκιόζη αναφέρεται από τον διπλωμάτη Πουκεβίλ στο έργο του “Voyage dans la Grece” που εκδόθηκε το 1820), είναι ο καθρέφτης της ελληνικής ψυχής. Το πρόβλημα δεν είναι η καταγωγή, αλλά η εξέλιξη που είχε στην Ελλάδα. Η αρχική προσπάθεια να ταυτιστεί με τον βιοπαλαιστή λαό για να επιζήσει, άλλαξε στη συνέχεια. Κάποιες περιόδους ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και ο Αγγελος Σικελιανός εμπνέονταν και εξυμνούσαν το θέατρο σκιών και τον Καραγκιόζη. Οι παραστάσεις του Καραγκιόζη τις τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα είναι γεμάτες βρισιές και χλευασμό. Ο καταγόμενος από την Κωνσταντινούπολη Νίκος Εγγονόπουλος θα γράψει το έργο «Καραγκιόζης, ένα Ελληνικό θέατρο σκιών», και ο συγγραφέας από την Ανατολική Θράκη, Γιώργος Ιωάννου, θα γράψει ένα τρίτομο έργο με τίτλο «Ο καραγκιόζης». Αυτοί είναι και οι τελευταίοι πνευματικοί άνθρωποι που εξύμνησαν τον Καραγκιόζη, που στη συνέχεια από το χώρο του γέλιου, μεταφέρθηκε στο χώρο του γελοίου. Το λαϊκό αντικαταστάθηκε από τον Χατζηαβατισμό, οι ντερβίσηδες έγιναν συνώνυμο της λεβεντιάς (από αυτούς από τους οποίους ιδεολογικά άντλησε το τουρκικό κράτος και η πολιτική του γενιτσαρισμού). Η παράγκα του Καραγκιόζη, από σύμβολο της φτώχειας και της εντιμότητας, έγινε συνώνυμο της διαφθοράς και της αρπαχτής. Ο Διονύσης Σαββόπουλος μπορεί να είπε ότι «κείνο που με τρώει, κείνο που με σώζει, είναι που ονειρεύομαι σαν τον Καραγκιόζη», δεν διευκρίνισε ποτέ, όμως, τι τον τρώει και τι ακριβώς ονειρεύεται. Ο Καραγκιόζης, από πατέρας και οικογενειάρχης που ζει την κοινωνική σκλαβιά, αμόλυντος και καθαρός, λοιδορείται.
Και θα κλείσω με εκείνο που είπε σε κάποια ραδιοφωνική εκπομπή της η Λένα Σαββίδου ότι «το όνειρο του μέσου Ελληνα έγινε πραγματικότητα. Ενα κεραμίδι μπήκε πάνω από το κεφάλι του… Ο Καραγκιόζης μας, έφυγε από την παράγκα και έγινε αστός… σημάδι ίσως, πως όταν ο Σπαθάρης σβήσει τα φώτα πίσω από τον μπερντέ τίποτε δεν είναι πια ίδιο…»
Αδερφι μπραβο..εξαιρετικο αφιερωμα..εμαθα και πολλα που δεν ηξερα..οντως ο Σπαθαρης ειναι ανεπαναληπτος...οπως και ανεκδιηγητοι οι καραγκιοζηδες που αφησε πισω του..δυστυχως..
ΑπάντησηΔιαγραφήγιωργος καππα