(Edvard Munch, Κραυγή, 1893, λάδι, τέμπερα και παστέλ σε hardboard, Oslo)
Πολλά ενδιαφέροντα συμπεράσματα μπορεί να βγάλει κανείς από την έρευνα που έκανε ο καθηγητής του τμήματος Στατιστικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου της Αθήνας Επαμεινώνδας Πανάς με ομάδα φοιτητών, σχετικά με την διαφθορά στην ελληνική δημόσια διοίκηση, τον πολιτικό κόσμο και την ελληνική κοινωνία. Ένα θέμα ιδιαίτερα επίκαιρο τον τελευταίο καιρό, που δεν αφορά μόνο την ελληνική κοινωνία, αλλά κινείται σε διεθνές επίπεδο. Η έρευνα που έγινε σε δείγμα 4.720 ατόμων άνω των 18 ετών σε ολόκληρη τη χώρα, έδειξε ότι το σημαντικότερο πρόβλημα του Έλληνα πολίτη είναι σε ποσοστό 35,5% η ακρίβεια, με δεύτερο (και με ποσοστό 25,5%) την διαφθορά που επικρατεί και τρίτο την ανεργία (ποσοστό 17,1%).
Το 44% των ερωτηθέντων θεωρούν πως για να προχωρήσει μια υπόθεσή τους στο δημόσιο, θα πρέπει να δώσουν χρήματα! Στο δε θέμα της διαφθοράς, την πρώτη θέση κατέχουν οι βουλευτές και τα πολιτικά κόμματα και ακολουθούν η πολεοδομία, οι γιατροί και τα νοσοκομεία, οι εφορίες, η αστυνομία και τέλος η δικαιοσύνη. Οι ερωτηθέντες στο ερώτημα πώς μπορεί να καταπολεμηθεί η διαφθορά, απάντησαν ότι ο μόνος τρόπος είναι η επιβολή βαρύτερων ποινών, ενώ το 55% απαντώντας σε σχετική ερώτηση είπε ότι δεν πιστεύει πως η κυβέρνηση και η κεντρική πολιτική εξουσία είναι διατεθειμένες να καταπολεμήσουν το πρόβλημα της διαφθοράς.
Το 44% των ερωτηθέντων θεωρούν πως για να προχωρήσει μια υπόθεσή τους στο δημόσιο, θα πρέπει να δώσουν χρήματα! Στο δε θέμα της διαφθοράς, την πρώτη θέση κατέχουν οι βουλευτές και τα πολιτικά κόμματα και ακολουθούν η πολεοδομία, οι γιατροί και τα νοσοκομεία, οι εφορίες, η αστυνομία και τέλος η δικαιοσύνη. Οι ερωτηθέντες στο ερώτημα πώς μπορεί να καταπολεμηθεί η διαφθορά, απάντησαν ότι ο μόνος τρόπος είναι η επιβολή βαρύτερων ποινών, ενώ το 55% απαντώντας σε σχετική ερώτηση είπε ότι δεν πιστεύει πως η κυβέρνηση και η κεντρική πολιτική εξουσία είναι διατεθειμένες να καταπολεμήσουν το πρόβλημα της διαφθοράς.
Αυτό μου δίνει τη δυνατότητα να σκεφτώ λίγο περισσότερο για το θέμα της διαφθοράς, μια και δεκαετίες ολόκληρες αποτελεί φαινόμενο όχι μόνο της ελληνικής, αλλά και της διεθνούς κοινωνίας.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΔΙΑΦΘΟΡΑ
ΚΑΙ ΠΟΙΟΥΣ ΑΦΟΡΑ
Το ζήτημα της διαφθοράς, σύμφωνα με τον καθηγητή Γιώργο Κοντογιώργη, αποτελεί επιμέρους παράγραφο που ανάγεται στο μείζον κεφάλαιο της ιδιοποίησης της πολιτικής, η οποία βρίσκεται εκεί όπου το πολιτικό σύστημα δεν έχει «ιδιοκτησιακή» θεμελίωση. Ο δεσπότης στην ιδιωτική (για παράδειγμα στο φέουδο) ή στην κρατική (για παράδειγμα στην ασιατικού τύπου) δεσποτεία και οπωσδήποτε ο δήμος στη δημοκρατία, μπορεί να πολιτεύονται εσφαλμένα, να είναι σπάταλοι, αλλά δεν είναι υπόλογοι ιδιοποίησης της διαφθοράς, αφού η πολιτική λειτουργία και το προϊόν της πολιτικής, αποτελεί… ιδιοκτησία τους. Αρα η έννοια της ιδιοποίησης ή, ειδικότερα, της διαφθοράς, προσιδιάζει στο πολιτικό σύστημα (ή στην πολιτική σχέση) που εδράζεται στην αντιπροσωπευτική αρχή. Υπο την έννοια αυτή, η διαφθορά επιδέχεται δύο προσεγγίσεις: την ηθική και την πολιτική.
Η ηθική προσέγγιση παραπέμπει σε ένα σύστημα κανόνων συμπεριφοράς, που λέει ότι αφενός ο άνθρωπος έχει από τη φύση του τη δυνατότητα της ηθικής λειτουργίας και αφετέρου ότι η τήρηση του ηθικού κανόνα εναπόκειται στην αυτοδέσμευση του υπευθύνου. Αλλά αυτή η λογική είναι αντίθετη στην έννοια της συγκρότησης της συνολικής κοινωνίας. Ότι δηλαδή υπάρχουν όχι μία αλλά πολλές εκδοχές της πολιτικής ηθικής - όσοι και οι τύποι των πολιτικών συστημάτων. Οπότε, το πρόβλημα εστιάζεται, όχι στην προσωπική συνείδηση ή αυτοδέσμευση του φορέα της πολιτικής λειτουργίας, αλλά στη δυνατότητα της ύπαρξης ή μη ενός συμπαγούς κανόνα ηθικής συμπεριφοράς και δικλείδων ασφαλείας του συστήματος. Η ηθική προσέγγιση ευδοκιμεί στις κοινωνίες που επικαλούνται την ηθική ως υποκατάστατο της αδυναμίας τους να προσεγγίσουν το ζήτημα της διαφθοράς.
Η πολιτική προσέγγιση της διαφθοράς, προϋποθέτει κατ΄ ελάχιστον το αντιπροσωπευτικό πρόσημο της πολιτικής εξουσίας. Ο πολιτικός ασκεί λειτουργία εντολοδόχου, δεν είναι δικαιούχος της πολιτικής. Δεν ενεργεί επ΄ ονόματί του, αλλά για λογαριασμό τρίτου εντολέως. Επομένως, δεν νοείται το επιχείρημα της διαφθοράς στην περίπτωση του εντολέα (του δήμου). Στο πολιτικό σύστημα συναντώνται ο εντολέας και ο εντολοδόχος σε μια σχέση όπου ο εντολέας εξουσιοδοτεί τον εντολοδόχο να πραγματοποιήσει ορισμένο έργο: να διαχειρισθεί δηλαδή την πολιτική λειτουργία της κοινωνίας. Στη σχέση αυτή ο εντολέας επιλέγει τον εντολοδόχο, ορίζει τον χρόνο και το περιεχόμενο της εντολής, διατηρεί το δικαίωμα του πλήρους ελέγχου των σταδίων υλοποίησης της εντολής και, βεβαίως, μπορεί ανά πάσα στιγμή να την ανακαλέσει ή να υποχρεώσει τον εντολοδόχο να εναρμονισθεί με τη βούλησή του. Ο εντολέας μπορεί να μεταβάλει ελεύθερα το περιεχόμενο της εντολής (τον σκοπό της πολιτικής) αλλά ΟΧΙ ο εντολοδόχος. Αυτό είναι το θεμέλιο της αντιπροσωπευτικής σχέσης, που αποτελεί συγχρόνως τον καταλύτη για τη συγκρότηση του πολιτικού συστήματος, έτσι ώστε να αποτρέπεται η λογική του να υποκύπτει ο δημόσιος χώρος στη διαφθορά.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΔΙΑΦΘΟΡΑ
ΚΑΙ ΠΟΙΟΥΣ ΑΦΟΡΑ
Το ζήτημα της διαφθοράς, σύμφωνα με τον καθηγητή Γιώργο Κοντογιώργη, αποτελεί επιμέρους παράγραφο που ανάγεται στο μείζον κεφάλαιο της ιδιοποίησης της πολιτικής, η οποία βρίσκεται εκεί όπου το πολιτικό σύστημα δεν έχει «ιδιοκτησιακή» θεμελίωση. Ο δεσπότης στην ιδιωτική (για παράδειγμα στο φέουδο) ή στην κρατική (για παράδειγμα στην ασιατικού τύπου) δεσποτεία και οπωσδήποτε ο δήμος στη δημοκρατία, μπορεί να πολιτεύονται εσφαλμένα, να είναι σπάταλοι, αλλά δεν είναι υπόλογοι ιδιοποίησης της διαφθοράς, αφού η πολιτική λειτουργία και το προϊόν της πολιτικής, αποτελεί… ιδιοκτησία τους. Αρα η έννοια της ιδιοποίησης ή, ειδικότερα, της διαφθοράς, προσιδιάζει στο πολιτικό σύστημα (ή στην πολιτική σχέση) που εδράζεται στην αντιπροσωπευτική αρχή. Υπο την έννοια αυτή, η διαφθορά επιδέχεται δύο προσεγγίσεις: την ηθική και την πολιτική.
Η ηθική προσέγγιση παραπέμπει σε ένα σύστημα κανόνων συμπεριφοράς, που λέει ότι αφενός ο άνθρωπος έχει από τη φύση του τη δυνατότητα της ηθικής λειτουργίας και αφετέρου ότι η τήρηση του ηθικού κανόνα εναπόκειται στην αυτοδέσμευση του υπευθύνου. Αλλά αυτή η λογική είναι αντίθετη στην έννοια της συγκρότησης της συνολικής κοινωνίας. Ότι δηλαδή υπάρχουν όχι μία αλλά πολλές εκδοχές της πολιτικής ηθικής - όσοι και οι τύποι των πολιτικών συστημάτων. Οπότε, το πρόβλημα εστιάζεται, όχι στην προσωπική συνείδηση ή αυτοδέσμευση του φορέα της πολιτικής λειτουργίας, αλλά στη δυνατότητα της ύπαρξης ή μη ενός συμπαγούς κανόνα ηθικής συμπεριφοράς και δικλείδων ασφαλείας του συστήματος. Η ηθική προσέγγιση ευδοκιμεί στις κοινωνίες που επικαλούνται την ηθική ως υποκατάστατο της αδυναμίας τους να προσεγγίσουν το ζήτημα της διαφθοράς.
Η πολιτική προσέγγιση της διαφθοράς, προϋποθέτει κατ΄ ελάχιστον το αντιπροσωπευτικό πρόσημο της πολιτικής εξουσίας. Ο πολιτικός ασκεί λειτουργία εντολοδόχου, δεν είναι δικαιούχος της πολιτικής. Δεν ενεργεί επ΄ ονόματί του, αλλά για λογαριασμό τρίτου εντολέως. Επομένως, δεν νοείται το επιχείρημα της διαφθοράς στην περίπτωση του εντολέα (του δήμου). Στο πολιτικό σύστημα συναντώνται ο εντολέας και ο εντολοδόχος σε μια σχέση όπου ο εντολέας εξουσιοδοτεί τον εντολοδόχο να πραγματοποιήσει ορισμένο έργο: να διαχειρισθεί δηλαδή την πολιτική λειτουργία της κοινωνίας. Στη σχέση αυτή ο εντολέας επιλέγει τον εντολοδόχο, ορίζει τον χρόνο και το περιεχόμενο της εντολής, διατηρεί το δικαίωμα του πλήρους ελέγχου των σταδίων υλοποίησης της εντολής και, βεβαίως, μπορεί ανά πάσα στιγμή να την ανακαλέσει ή να υποχρεώσει τον εντολοδόχο να εναρμονισθεί με τη βούλησή του. Ο εντολέας μπορεί να μεταβάλει ελεύθερα το περιεχόμενο της εντολής (τον σκοπό της πολιτικής) αλλά ΟΧΙ ο εντολοδόχος. Αυτό είναι το θεμέλιο της αντιπροσωπευτικής σχέσης, που αποτελεί συγχρόνως τον καταλύτη για τη συγκρότηση του πολιτικού συστήματος, έτσι ώστε να αποτρέπεται η λογική του να υποκύπτει ο δημόσιος χώρος στη διαφθορά.
ΕΙΝΑΙ όμως προφανές, ότι στο πολιτικό σύστημα δεν συγκλίνουν εντολέας και εντολοδόχος. Γιατί; Διότι και οι δύο αυτές ιδιότητες κατέχονται εξολοκλήρου από το κράτος, οπότε και οι ιδιότητες του ελεγκτή και του ελεγχόμενου συμπίπτουν στον ίδιο φορέα, δηλαδή στον ΚΑΤΟΧΟ της πολιτικής εξουσίας. Αρα, για ποια αντιπροσωπευτικότητα μιλάμε; Η αντιπροσωπευτικότητα αυτού του είδους, ενισχύεται από έννοιες όπως το «γενικό» ή «εθνικό» συμφέρον, των οποίων η συγκεκριμενοποίηση ανήκει αποκλειστικά (και πάλι) στην πολιτική εξουσία του κράτους, καθώς αυτή κατέχει την ιδιότητα του εντολέως. Η πολιτική ως πράξη και οι φορείς της πολιτικής λειτουργίας, τοποθετούνται υπεράνω του νόμου και δεν υπόκεινται στη δικαιοσύνη! Κι έτσι, η κοινωνία, ως πολίτης, δεν θεωρείται ότι έχει έννομο συμφέρον να εγκαλέσει τους φορείς της πολιτικής λειτουργίας για τυχόν βλάβη που αυτή τους προξένησε. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά ενώ στον ιδιωτικό ή κοινωνικό βίο αναγνωρίζεται ρητά η υποχρέωση για την ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ της βλάβης που υφίσταται ο εντολέας από τον εντολοδόχο, στην πολιτική αυτό δεν ισχύει. Κι ας έλεγε ο Αριστοτέλης, ότι ευλόγως το πολιτικό έγκλημα (το έγκλημα του εντολοδόχου ή και του απλού ρήτορα) τιμωρείται αυστηρότερα, στη δημοκρατία (και στην αντιπροσωπευτική πολιτεία), επειδή προκαλεί ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ, άρα ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ βλάβη, απ΄ ό,τι το κοινό έγκλημα.
Όπως και να΄ χει το πράγμα, η «εκλογή» συνιστά «επιλογή» διακυβέρνησης για το μέλλον, όχι απονομή δικαιοσύνης. Κατά τούτο, η έννοια της πολιτικής κριτικής, αποτελεί άσκηση ατομικής ελευθερίας, αλλά δεν υποβάλει τον κρινόμενο στη δοκιμασία της δικαιϊκής ευθύνης. Με μια κουβέντα: τους ψηφίσατε; Λουστείτε τους!
ΤΟ ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΚΟ ΦΕΟΥΔΟ
ΚΑΙ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ
Σύμφωνα με το πολιτικό σύστημα, ο κάτοχος της πλειοψηφίας στις εκλογές, κατέχει αδιαίρετα το σύνολο των εξουσιών: ελέγχει τη βουλή, την κυβέρνηση και τον κρατικό μηχανισμό. Άρα, ο κάτοχος της πλειοψηφίας, δηλαδή ο ηγετικός πυρήνας του κόμματος, αποβαίνει πολιτικός αυθέντης της κρατικής εξουσίας, καθυποτάσσοντας ολοσχερώς το πολιτικό προσωπικό.
Σήμερα, προτάσσεται η αρχή της «κοινωνίας των πολιτών» ως θεμελιώδους εταίρου του πολιτικού συστήματος. Τι είναι όμως η κοινωνία των πολιτών; Η δημοκρατία στηρίζεται ακόμα κυρίως σε αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, αλλά οι συμμετοχικοί θεσμοί παραμένουν ισχνοί. Πολλοί θεσμοί δεν μπορούν να εκπληρώσουν την αποστολή τους, γιατί οι πολίτες δεν μπορούν να επικοινωνούν με τους πολιτικούς θεσμούς. Οι κυβερνώντες είναι αλαζόνες, τα ΜΜΕ παίζουν τα δικά τους παιχνίδια ή των κρατούντων, η διοίκηση χρειάζεται εκσυγχρονισμό. Κι από την άλλη μεριά, η κοινωνία των πολιτών περιέχει μια μεγάλη «πολυσημία» ως προς τα θεωρητικά της πλαίσια που χρησιμοποιούνται για την ερμηνεία της (Hegel, Kant, Gramsci, Habermas, Walzer, Cohen, Arato και πάει λέγοντας). Αυτό που είναι γεγονός είναι πως ό,τι γίνεται στην κοινωνία των πολιτών εντοπίζεται στον ενδιάμεσο χώρο, μεταξύ κράτους και αγοράς. Η κοινωνία των πολιτών αποτελείται από δύο ομάδες: ομάδες πίεσης και ομάδες διαμαρτυρίας (ή και τα δύο), τα όρια των οποίων είναι μάλλον συγκεχυμένα. Οι ομάδες πίεσης περιλαμβάνουν οργανισμούς και οργανώσεις στο χώρο του πολιτισμού (μουσεία, ορχήστρες κλπ.), της παιδείας (εκπαιδευτικά ιδρύματα, ερευνητικά κέντρα), της υγείας (νοσοκομεία, ιατρικά κέντρα), κοινωνικών υπηρεσιών (ιδρύματα κοινωνικής πρόνοιας, ομάδες αυτοβοήθειας), του περιβάλλοντος (μη κυβερνητικές οργανώσεις), υπεράσπισης δικαιωμάτων, συνδικαλισμού, επαγγελματικών ενώσεων, θρησκείας, φιλανθρωπίας, αθλητισμού, εθελοντισμού κλπ.
Οι ομάδες διαμαρτυρίας χρησιμοποιούν είτε συμβατικές πολιτικές πρακτικές (παρασκηνιακές δράσεις – lobbying, εκκλήσεις, επιστολές σε πολιτικούς, συμμετοχή σε δικαστικούς αγώνες, συνεντεύξεις τύπου, μποϊκοτάζ, συγκεντρώσεις και πορείες, καταλήψεις, αποκλεισμούς δρόμων κλπ.).
Η «κοινωνία των πολιτών» υπόσχεται τη συγκρότηση της πολιτικής σύνθεσης στο επίπεδο του συσχετισμού των ομάδων συμφερόντων με την εξουσία, κι όχι μέσω μιας συνάντησης με την κοινωνία μέσω της αντιπροσωπευτικής αρχής. Οι ίδιοι οι πολίτες, δηλαδή, έχουν αρχίσει να αποστρέφονται κάθε θεσμική συμμετοχή του κοινωνικού σώματος στην πολιτική διαδικασία, σε σημείο ώστε να στρέφονται σε μια «εξωπολιτειακή» αμφισβήτηση και όχι υπο το πρίσμα μιας διαρκούς πολιτειακής συγκρότησης του κοινωνικού σώματος, δηλαδή της μεταβολής του σε δήμο.
Αυτό δεν είναι κακό. Αρκεί, ο πολίτης να μην είναι αναγκασμένος να επιδείξει μια «διαμεσολαβητική» ιδιότητα, ώστε να γίνει μέλος του πολιτικού συστήματος. Συμβαίνει όμως αυτό; ΄Η, τελικά, ισχύει και εδώ το δόγμα των ισχυροτέρων της «διαμεσολαβημένης κοινωνίας» που καλούνται να στηρίξουν το κόμμα ή και τους επιμέρους πολιτικούς, με αντάλλαγμα την ανάλογη εκχώρηση μεριδίου του δημοσίου χώρου; Όταν υπάρχουν «χορηγοί» χρήματος ή επικοινωνίας δεν αλλοιώνουν μόνο την ιδεολογία του κόμματος, αλλά μεταβάλλουν τον πολιτικό και το κόμμα σε προσωπικό τους «πελάτη».
Ο πολίτης είναι γεγονός ότι βαρέθηκε την πελατειακή διαπλοκή του πολιτικού προσωπικού, που μαζί με την ενσωματούμενη διαφθορά, με την κανονικοποίηση της ιδιωτικής «χορηγίας» και της εισαγωγής συμπληρωματικά δημόσιας «χορηγίας», δημιουργούν έναν φαύλο κύκλο. Η επισημοποίηση της «χορηγίας» αποποινικοποιεί τη διαπλοκή και τη διαφθορά που υποκρύπτει και θεσμοθετεί συγχρόνως την εξάρτηση και την αλλοίωση του σκοπού της πολιτικής. Η δε δημόσια «χορηγία» υπονοεί ότι το κόμμα και η πολιτική τάξη αναγνωρίζονται ως θεσμοί του δημοσίου δικαίου. Συνεπάγεται, ως εκ τούτου, το δικαίωμα του «χορηγού» να ελέγχει τους αποδέκτες της χορηγίας, τόσο ως προς τον τρόπο της διαχείρισης, όσο και για την εκπλήρωση του σκοπού της πολιτικής, που την επέβαλε. Πράγμα που, όμως, η άρχουσα πολιτική τάξη δεν είναι έτοιμη να αποδεχθεί, καθώς το κόστος λειτουργίας του συστήματος είναι απαγορευτικό για να γίνει διαφανές. Αλλά πώς η διαφθορά πηγαίνει στο δεύτερο επίπεδο που είναι ο δημόσιος χώρος, το διοικητικό προσωπικό, ο μη πολιτικός κρατικός μηχανισμός; Ενώ η «νόμιμη» διαφθορά αποτελεί φαινόμενο καθολικό, η διαφθορά του κράτους έχει διαφορετική ένταση και συχνότητα από χώρα σε χώρα. Η διαφθορά δεν είναι συνυφασμένη με την πολιτική ανάπτυξη μιας χώρας. Η γενίκευση της διαφθοράς στον κρατικό μηχανισμό αποτελεί θέμα χρόνου. Το νεοελληνικό κράτος λειτούργησε εξαρχής ως πλαίσιο αναδιανομής του κοινωνικού η οικονομικού αγαθού και κατ΄ επέκταση ως θερμοκήπιο για διαφθορά. Ο πολίτης, αφού δεν συγκροτούσε πολιτειακή οντότητα αφέθηκε να διαπραγματευθεί την ψήφο του στο δυσμενές περιβάλλον της προσωπικής εξάρτησης που δημιουργεί η πολιτικά κυρίαρχη εξουσία. Το κόμμα εμφανίζεται ως η συνισταμένη πάνω στην οποία αρθρώνεται η σχέση ιδιώτη – πολίτη με την πολιτική. Ο σκοπός του κόμματος μεταλλάσσεται σε σκοπό της πολιτικής (του κράτους).
Τελικά, η διαφθορά είναι φαύλος κύκλος, που προέρχεται από την ανισότητα και που την πολλαπλασιάζει, κατανέμοντας άνισα την όποια εξουσία (οικονομική, πολιτική ή άλλη) και καταλήγοντας σε ακόμα μεγαλύτερη εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Η προώθηση του αμερικάνικου μοντέλου σε κάποιες χώρες (άνοιγμα των αγορών, απελευθέρωση των κεφαλαίων και της εργασίας και όλα όσα ευαγγελίζεται ο νεοφιλελευθερισμός), ούτε οδήγησαν στην κάμψη της διαφθοράς, ούτε δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο. Αντίθετα έφεραν τα δικά τους μοντέλα διαφθοράς. Οι αμερικανοί περιορίζουν την έννοια της διαφθοράς στον χρηματισμό, αφήνοντας απέξω την διαπλοκή και τις πελατειακές σχέσεις. Αλλά ακόμα και αν ο χρηματισμός εξαλειφθεί, η διαφθορά θα παραμείνει πανίσχυρη και ένα πολύτιμο όπλο στη διάθεση των κυρίαρχων οικονομικών και πολιτικών δυνάμεων σε παγκόσμια κλίμακα. Γιατί η διαφθορά δεν εξαντλείται σε κάποιες στιγμιαίες πράξεις. Ο δε χρηματισμός φαίνεται να αποτελεί ευκαιριακή διαφθορά, αφού σε αυτό καταφεύγουν όσοι δεν έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης στις «διαρκείς» δομές για να απολαύσουν μιαν «ειδική εξυπηρέτηση» και αναγκάζονται να κάνουν μιαν άμεση προσφορά κάποιου ποσού ή άλλου αγαθού ή υπηρεσίας.
Σύμφωνα με τον Cartier Bresson, δίκτυο διαφθοράς είναι ένα δίκτυο μεταξύ των μελών των κοινωνικών ελίτ που προκαλεί τριγμούς στη νομιμοποίηση του συστήματος και έχει υπερβεί τη νομιμότητα. Αποτελεί ένα κλειστό κύκλωμα αφού η αύξηση των συμμετεχόντων, από ένα σημείο και πέρα, μειώνει τα οφέλη των συμμετεχόντων. Ορισμένοι συγγραφείς που μελέτησαν το φαινόμενο της διαφθοράς, το εντοπίζουν διαχρονικά ως μορφή και παράγοντα σταδιακής αποσύνθεσης ενός κοινωνικού συστήματος. Η διαφθορά κατανοείται ως μέσο παράτασης αυτών των κοινωνικών συστημάτων, με κόστος όμως την αυξημένη βεβαιότητα της τελικής κατάρρευσης (γαλλική απόλυτη μοναρχία, βυζαντινή αυτοκρατορία). Κι όπως συνοψίζει ο Γρ. Λάζος στο βιβλίο του («Διαφθορά και Αντιδιαφθορά»):
Όπως και να΄ χει το πράγμα, η «εκλογή» συνιστά «επιλογή» διακυβέρνησης για το μέλλον, όχι απονομή δικαιοσύνης. Κατά τούτο, η έννοια της πολιτικής κριτικής, αποτελεί άσκηση ατομικής ελευθερίας, αλλά δεν υποβάλει τον κρινόμενο στη δοκιμασία της δικαιϊκής ευθύνης. Με μια κουβέντα: τους ψηφίσατε; Λουστείτε τους!
ΤΟ ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΚΟ ΦΕΟΥΔΟ
ΚΑΙ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ
Σύμφωνα με το πολιτικό σύστημα, ο κάτοχος της πλειοψηφίας στις εκλογές, κατέχει αδιαίρετα το σύνολο των εξουσιών: ελέγχει τη βουλή, την κυβέρνηση και τον κρατικό μηχανισμό. Άρα, ο κάτοχος της πλειοψηφίας, δηλαδή ο ηγετικός πυρήνας του κόμματος, αποβαίνει πολιτικός αυθέντης της κρατικής εξουσίας, καθυποτάσσοντας ολοσχερώς το πολιτικό προσωπικό.
Σήμερα, προτάσσεται η αρχή της «κοινωνίας των πολιτών» ως θεμελιώδους εταίρου του πολιτικού συστήματος. Τι είναι όμως η κοινωνία των πολιτών; Η δημοκρατία στηρίζεται ακόμα κυρίως σε αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, αλλά οι συμμετοχικοί θεσμοί παραμένουν ισχνοί. Πολλοί θεσμοί δεν μπορούν να εκπληρώσουν την αποστολή τους, γιατί οι πολίτες δεν μπορούν να επικοινωνούν με τους πολιτικούς θεσμούς. Οι κυβερνώντες είναι αλαζόνες, τα ΜΜΕ παίζουν τα δικά τους παιχνίδια ή των κρατούντων, η διοίκηση χρειάζεται εκσυγχρονισμό. Κι από την άλλη μεριά, η κοινωνία των πολιτών περιέχει μια μεγάλη «πολυσημία» ως προς τα θεωρητικά της πλαίσια που χρησιμοποιούνται για την ερμηνεία της (Hegel, Kant, Gramsci, Habermas, Walzer, Cohen, Arato και πάει λέγοντας). Αυτό που είναι γεγονός είναι πως ό,τι γίνεται στην κοινωνία των πολιτών εντοπίζεται στον ενδιάμεσο χώρο, μεταξύ κράτους και αγοράς. Η κοινωνία των πολιτών αποτελείται από δύο ομάδες: ομάδες πίεσης και ομάδες διαμαρτυρίας (ή και τα δύο), τα όρια των οποίων είναι μάλλον συγκεχυμένα. Οι ομάδες πίεσης περιλαμβάνουν οργανισμούς και οργανώσεις στο χώρο του πολιτισμού (μουσεία, ορχήστρες κλπ.), της παιδείας (εκπαιδευτικά ιδρύματα, ερευνητικά κέντρα), της υγείας (νοσοκομεία, ιατρικά κέντρα), κοινωνικών υπηρεσιών (ιδρύματα κοινωνικής πρόνοιας, ομάδες αυτοβοήθειας), του περιβάλλοντος (μη κυβερνητικές οργανώσεις), υπεράσπισης δικαιωμάτων, συνδικαλισμού, επαγγελματικών ενώσεων, θρησκείας, φιλανθρωπίας, αθλητισμού, εθελοντισμού κλπ.
Οι ομάδες διαμαρτυρίας χρησιμοποιούν είτε συμβατικές πολιτικές πρακτικές (παρασκηνιακές δράσεις – lobbying, εκκλήσεις, επιστολές σε πολιτικούς, συμμετοχή σε δικαστικούς αγώνες, συνεντεύξεις τύπου, μποϊκοτάζ, συγκεντρώσεις και πορείες, καταλήψεις, αποκλεισμούς δρόμων κλπ.).
Η «κοινωνία των πολιτών» υπόσχεται τη συγκρότηση της πολιτικής σύνθεσης στο επίπεδο του συσχετισμού των ομάδων συμφερόντων με την εξουσία, κι όχι μέσω μιας συνάντησης με την κοινωνία μέσω της αντιπροσωπευτικής αρχής. Οι ίδιοι οι πολίτες, δηλαδή, έχουν αρχίσει να αποστρέφονται κάθε θεσμική συμμετοχή του κοινωνικού σώματος στην πολιτική διαδικασία, σε σημείο ώστε να στρέφονται σε μια «εξωπολιτειακή» αμφισβήτηση και όχι υπο το πρίσμα μιας διαρκούς πολιτειακής συγκρότησης του κοινωνικού σώματος, δηλαδή της μεταβολής του σε δήμο.
Αυτό δεν είναι κακό. Αρκεί, ο πολίτης να μην είναι αναγκασμένος να επιδείξει μια «διαμεσολαβητική» ιδιότητα, ώστε να γίνει μέλος του πολιτικού συστήματος. Συμβαίνει όμως αυτό; ΄Η, τελικά, ισχύει και εδώ το δόγμα των ισχυροτέρων της «διαμεσολαβημένης κοινωνίας» που καλούνται να στηρίξουν το κόμμα ή και τους επιμέρους πολιτικούς, με αντάλλαγμα την ανάλογη εκχώρηση μεριδίου του δημοσίου χώρου; Όταν υπάρχουν «χορηγοί» χρήματος ή επικοινωνίας δεν αλλοιώνουν μόνο την ιδεολογία του κόμματος, αλλά μεταβάλλουν τον πολιτικό και το κόμμα σε προσωπικό τους «πελάτη».
Ο πολίτης είναι γεγονός ότι βαρέθηκε την πελατειακή διαπλοκή του πολιτικού προσωπικού, που μαζί με την ενσωματούμενη διαφθορά, με την κανονικοποίηση της ιδιωτικής «χορηγίας» και της εισαγωγής συμπληρωματικά δημόσιας «χορηγίας», δημιουργούν έναν φαύλο κύκλο. Η επισημοποίηση της «χορηγίας» αποποινικοποιεί τη διαπλοκή και τη διαφθορά που υποκρύπτει και θεσμοθετεί συγχρόνως την εξάρτηση και την αλλοίωση του σκοπού της πολιτικής. Η δε δημόσια «χορηγία» υπονοεί ότι το κόμμα και η πολιτική τάξη αναγνωρίζονται ως θεσμοί του δημοσίου δικαίου. Συνεπάγεται, ως εκ τούτου, το δικαίωμα του «χορηγού» να ελέγχει τους αποδέκτες της χορηγίας, τόσο ως προς τον τρόπο της διαχείρισης, όσο και για την εκπλήρωση του σκοπού της πολιτικής, που την επέβαλε. Πράγμα που, όμως, η άρχουσα πολιτική τάξη δεν είναι έτοιμη να αποδεχθεί, καθώς το κόστος λειτουργίας του συστήματος είναι απαγορευτικό για να γίνει διαφανές. Αλλά πώς η διαφθορά πηγαίνει στο δεύτερο επίπεδο που είναι ο δημόσιος χώρος, το διοικητικό προσωπικό, ο μη πολιτικός κρατικός μηχανισμός; Ενώ η «νόμιμη» διαφθορά αποτελεί φαινόμενο καθολικό, η διαφθορά του κράτους έχει διαφορετική ένταση και συχνότητα από χώρα σε χώρα. Η διαφθορά δεν είναι συνυφασμένη με την πολιτική ανάπτυξη μιας χώρας. Η γενίκευση της διαφθοράς στον κρατικό μηχανισμό αποτελεί θέμα χρόνου. Το νεοελληνικό κράτος λειτούργησε εξαρχής ως πλαίσιο αναδιανομής του κοινωνικού η οικονομικού αγαθού και κατ΄ επέκταση ως θερμοκήπιο για διαφθορά. Ο πολίτης, αφού δεν συγκροτούσε πολιτειακή οντότητα αφέθηκε να διαπραγματευθεί την ψήφο του στο δυσμενές περιβάλλον της προσωπικής εξάρτησης που δημιουργεί η πολιτικά κυρίαρχη εξουσία. Το κόμμα εμφανίζεται ως η συνισταμένη πάνω στην οποία αρθρώνεται η σχέση ιδιώτη – πολίτη με την πολιτική. Ο σκοπός του κόμματος μεταλλάσσεται σε σκοπό της πολιτικής (του κράτους).
Τελικά, η διαφθορά είναι φαύλος κύκλος, που προέρχεται από την ανισότητα και που την πολλαπλασιάζει, κατανέμοντας άνισα την όποια εξουσία (οικονομική, πολιτική ή άλλη) και καταλήγοντας σε ακόμα μεγαλύτερη εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Η προώθηση του αμερικάνικου μοντέλου σε κάποιες χώρες (άνοιγμα των αγορών, απελευθέρωση των κεφαλαίων και της εργασίας και όλα όσα ευαγγελίζεται ο νεοφιλελευθερισμός), ούτε οδήγησαν στην κάμψη της διαφθοράς, ούτε δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο. Αντίθετα έφεραν τα δικά τους μοντέλα διαφθοράς. Οι αμερικανοί περιορίζουν την έννοια της διαφθοράς στον χρηματισμό, αφήνοντας απέξω την διαπλοκή και τις πελατειακές σχέσεις. Αλλά ακόμα και αν ο χρηματισμός εξαλειφθεί, η διαφθορά θα παραμείνει πανίσχυρη και ένα πολύτιμο όπλο στη διάθεση των κυρίαρχων οικονομικών και πολιτικών δυνάμεων σε παγκόσμια κλίμακα. Γιατί η διαφθορά δεν εξαντλείται σε κάποιες στιγμιαίες πράξεις. Ο δε χρηματισμός φαίνεται να αποτελεί ευκαιριακή διαφθορά, αφού σε αυτό καταφεύγουν όσοι δεν έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης στις «διαρκείς» δομές για να απολαύσουν μιαν «ειδική εξυπηρέτηση» και αναγκάζονται να κάνουν μιαν άμεση προσφορά κάποιου ποσού ή άλλου αγαθού ή υπηρεσίας.
Σύμφωνα με τον Cartier Bresson, δίκτυο διαφθοράς είναι ένα δίκτυο μεταξύ των μελών των κοινωνικών ελίτ που προκαλεί τριγμούς στη νομιμοποίηση του συστήματος και έχει υπερβεί τη νομιμότητα. Αποτελεί ένα κλειστό κύκλωμα αφού η αύξηση των συμμετεχόντων, από ένα σημείο και πέρα, μειώνει τα οφέλη των συμμετεχόντων. Ορισμένοι συγγραφείς που μελέτησαν το φαινόμενο της διαφθοράς, το εντοπίζουν διαχρονικά ως μορφή και παράγοντα σταδιακής αποσύνθεσης ενός κοινωνικού συστήματος. Η διαφθορά κατανοείται ως μέσο παράτασης αυτών των κοινωνικών συστημάτων, με κόστος όμως την αυξημένη βεβαιότητα της τελικής κατάρρευσης (γαλλική απόλυτη μοναρχία, βυζαντινή αυτοκρατορία). Κι όπως συνοψίζει ο Γρ. Λάζος στο βιβλίο του («Διαφθορά και Αντιδιαφθορά»):
«Μέχρι να ασχοληθείτε σοβαρά με το θέμα της διαφθοράς προς όφελος των μεσαίων και κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, αφήστε μας ήσυχους να ασχοληθούμε με άλλα σοβαρά θέματα που υπάρχουν πάρα πολλά».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-Γρ. Λάζου, επίκουρου καθηγητή εγκληματολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, «Διαφθορά και Αντιδιαφθορά», εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2005.
-Γιώργου Κοντογιώργη, «Η κομματοκρατία ως πολιτικό σύστημα», στα Τετράδια Πολιτικής Επιστήμης, Παν/μιο Κρήτης, Απρίλιος 2004. Επίσης του ιδίου, «Διαφθορά και πολιτικό σύστημα» (πρακτικά συνεδρίου) 2003.
-Yves Meny, La corruption de la Republique, Paris, 1992.
-P. Claeys, Andre Frognier (eds), L’ echange politique, Bruxelles, 1995.
-Paolo Mauro, Corruption and growth, 1995, The MIT Press.
-Social capital measurement in Greece, by Antigone Lyberaki and Christos J. Paraskevopoulos, Athens, May 2002.
-Γ.Θ.Μαυρογορδάτος, Ομάδες πίεσης και δημοκρατία, Αθήνα, 2001, Πατάκης.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-Γρ. Λάζου, επίκουρου καθηγητή εγκληματολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, «Διαφθορά και Αντιδιαφθορά», εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2005.
-Γιώργου Κοντογιώργη, «Η κομματοκρατία ως πολιτικό σύστημα», στα Τετράδια Πολιτικής Επιστήμης, Παν/μιο Κρήτης, Απρίλιος 2004. Επίσης του ιδίου, «Διαφθορά και πολιτικό σύστημα» (πρακτικά συνεδρίου) 2003.
-Yves Meny, La corruption de la Republique, Paris, 1992.
-P. Claeys, Andre Frognier (eds), L’ echange politique, Bruxelles, 1995.
-Paolo Mauro, Corruption and growth, 1995, The MIT Press.
-Social capital measurement in Greece, by Antigone Lyberaki and Christos J. Paraskevopoulos, Athens, May 2002.
-Γ.Θ.Μαυρογορδάτος, Ομάδες πίεσης και δημοκρατία, Αθήνα, 2001, Πατάκης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου