Μια και φθάσαμε στην (συμβατική) ημερομηνία της 25ης Μαρτίου, κατά την οποία γιορτάζουμε την (188η φέτος) επέτειο της ανεξαρτησίας του νέου ελληνικού κράτους από τον τουρκικό ζυγό, λέω να ασχοληθώ με ένα θέμα που έχει τροφοδοτήσει ένα μέρος της εθνικής μας παραφιλολογίας.
Πρόκειται για την περίφημη ύπαρξη ή όχι του «κρυφού σχολειού».
Πρώτα απ΄ όλα πρέπει να πω ότι εμένα προσωπικά δεν με χαλάει καθόλου η αναφορά σε ένα τέτοιου είδους σχολειό – αν και θα ήταν πολύ δύσκολο να εξηγήσεις σε ένα παιδάκι τι είδους δάσκαλοι δίδασκαν: … κρυφοί;
Τέλος πάντων, οι μόνοι που μπορεί να θίγονται είναι οι εκπρόσωποι της εκκλησίας, μια και θα έχαναν την πρωτοκαθεδρία ΚΑΙ στον τομέα αυτόν (δηλαδή της ελληνικής παιδείας επί τουρκοκρατίας). Αυτή που σίγουρα δεν θίγεται, είναι η ιστορική έρευνα. Η στάση της εκκλησίας γενικότερα, και η ειδική συμβολή της στον απελευθερωτικό αγώνα, δεν έχει να χάσει στο παραμικρό με την αποδοχή της πραγματικότητας. Που δεν είναι άλλη, από εκείνη στην οποία μας οδηγεί η παντελής έλλειψη στοιχείων (προεπαναστατικών) για την ύπαρξη του «κρυφού σχολειού»: ότι πρόκειται δηλαδή για έναν ωραίο μύθο, ενισχυτικό (εκ των υστέρων) του απελευθερωτικού μας αγώνα. Ίσως μάλιστα να είναι η πρώτη φορά που μας δίνεται η ευκαιρία να αποκρυσταλλώσουμε πλήρως, τις συνθήκες κάτω από τις οποίες οι μύθοι κατασκευάζονται στη λαϊκή παράδοση. Είναι προφανές, ότι μια τέτοια παραδοχή, ούτε υποβαθμίζει την αξία του απελευθερωτικού αγώνα, αλλά ούτε και την αξία του μύθου ως ενισχυτικού της λαογραφικής πορείας ενός έθνους. Ο μύθος του «κρυφού σχολειού», εν τέλει, έχει τη βάση του σ΄ εκείνο που έλεγε ο άγγλος κριτικός Ian Watt (στο έργο του “Myths of Modern Individualism”) και που θεωρούσε ως πραγματικότητα, ότι δηλαδή «η σύγχυση ανάμεσα στις ρομαντικές επιθυμίες και στην ιστορική αλήθεια αποτελεί παγκόσμια τάση».
Το «κρυφό σχολειό» (αν αντιπαρέλθουμε τον σκόπελο της ύπαρξης και… «κρυφών δασκάλων»), είναι οπωσδήποτε ένας όμορφος συμβολισμός για τα παιδιά μας και τίποτα παραπάνω. Αυτό που είναι βέβαιο, είναι το ότι δεν αποτελεί ιστορική πραγματικότητα. Λειτούργησε δε εκ των υστέρων ενισχυτικά, όπως ακριβώς και ο πίνακας του Ν. Γύζη με τον ομώνυμο τίτλο, όπου ο μεγάλος ζωγράφος χωρίς αμφιβολία δεν είχε «ζωντανά» παραδείγματα στο μυαλό του όταν ζωγράφιζε τον περίφημο πίνακα που έμελλε κι αυτός να μπει άθελά του στο χορό της ενίσχυσης του μύθου. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που λειτούργησε και το πασίγνωστο -παιδικό- ποιηματάκι «φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου να περπατώ…κλπ.» (η παραπομπή στη νύχτα -το φεγγάρι- δεν είναι τίποτε άλλο απο την αναγκαιότητα «αποδεικτικής ισχύος» για τη νυχτερινή ενασχόληση των μικρών μαθητών). Όπως ακριβώς έτσι λειτούργησε και το ποίημα του Ιωάννη Πολέμη («Απ΄ έξω μαυροφόρα απελπισιά…κλπ.).
Στο βιβλίο του «Το κρυφό σχολειό - χρονικό ενός μύθου» ο καθηγητής του ΑΠΘ Αλκης Αγγέλου είχε υποστηρίξει το 1997 (αν και το είχε πρωτοπαρουσιάσει πολλά χρόνια νωρίτερα καλυμμένα -λόγω χούντας- σε ένα λήμμα της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους) ότι καμιά ιστορική μαρτυρία δεν υπάρχει που να βεβαιώνει την ύπαρξη «κρυφού σχολειού». Το ίδιο υποστήριξε και ο Γιάννης Βλαχογιάννης (το 1945) και πλέον κατηγορηματικά ο Μανουήλ Γεδεών ο οποίος έγραφε ότι σε ομαλή κατάσταση, κανείς βεζίρης ή αγιάνης ή σουλτάνος, δεν εμπόδισε τη σύσταση σχολείου ή την οικοδόμησή του, παρά μόνο κατόπιν παραγγελίας χριστιανού (απερίτμητου Τούρκου όπως τους ονόμαζαν), κι αυτό για να αποκομίσει οφέλη και να το… ξανανοίξει!
Αν το «κρυφό σχολειό» είχε γίνει πραγματικότητα για κάποια περίοδο, σε περιορισμένη έστω έκταση, δεν συνέτρεχε κανένας λόγος η σχετική μαρτυρία να μείνει σκόπιμα στην αφάνεια.
Τον 19ο αιώνα, όταν οι Τούρκοι έδειξαν σαφή δείγματα ανεξιθρησκείας, υπήρχε ήδη τεράστιος αριθμός μοναστηριών, πράγμα που καταδεικνύει την πλήρη αδιαφορία των Τούρκων για την θρησκεία των Ελλήνων. Στο δίτομο έργο του «Τα μοναστήρια της Ηπείρου» (εκδ. του 1996), ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Δημήτρης Καμαρούλιας αναφέρει την ύπαρξη 374 μοναστηριών! Σε 38 από αυτά, λειτουργούσαν σχολεία ενώ άλλα συντηρούσαν με δικά τους χρήματα σχολεία κοινοτήτων. Όλα δηλαδή γίνονταν φανερά! Και ποιος μπορεί να αμφισβητήσει την απρόσκοπτη λειτουργία της (φανερής) Μεγάλης του Γένους Σχολής, που λειτούργησε ελεύθερα από το 1454 μέσα στη Κωνσταντινούπολη για αιώνες; Από αυτή τη σχολή δεν προήλθαν και οι Φαναριώτες;
Τα τελευταία χρόνια, όμως, έχει γίνει συστηματική προσπάθεια να εμφανιστούν διάφορες «συνθέσεις» - κατασκευάσματα της δικής μας εποχής, όπου «εικονίζεται» το «κρυφό» σχολειό, σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι μέχρι τη δεκαετία του 1960 τα «κρυφά σχολειά» που είχαν ανακαλυφθεί ήταν 10, αλλά από την επόμενη δεκαετία, πολλαπλασιάστηκαν σε… 102! Κάποιοι μάλιστα υπέρμαχοι της ύπαρξης του «κρυφού» σχολειού, φθάνουν στο σημείο να λένε ότι όχι μόνο λειτουργούσαν πολλά τέτοια σχολεία στις περισσότερες ελληνικές πόλεις και ότι οι πιο μορφωμένοι δάσκαλοι – ιερείς μάθαιναν στα παιδιά να γράφουν και να διαβάζουν το Ψαλτήρι, αλλά τους δίδασκαν και… αρχαίους συγγραφείς!.. Κανένας όμως σοβαρός ιστορικός δεν μπορεί να υποστηρίξει τη λειτουργία «κρυφού σχολειού» κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας. Ο συστηματικός ερευνητής του θέματος Γιάννης Βλαχογιάννης σε σχετική μελέτη που δημοσιεύτηκε το 1945 κάνει την παρακάτω διαπίστωση: «Όμως ούτ΄ εγώ μέσα στον αμέτρητο σωρό ανέκδοτου υλικού για της σκλαβιάς τα σκολειά, που έχω συναγμένο, δεν απάντησα τίποτε που να κάνει λόγο για το σκολειό έξω απο το τραγούδι». Και σε άλλη μελέτη του, τη «Βιογραφία του Καραϊσκάκη», γράφει: «...Οι Τούρκοι ποτέ δεν απαγόρευσαν τα σκολειά. Θα τ΄ απαγορεύαν αν ήτανε κρυφά, σε χώρες βέβαια, όπου ζούσανε μαζί με Χριστιανούς και Τούρκοι». Απο τις εκτιμήσεις του Βλαχογιάννη φαίνεται ξεκάθαρα ότι η δημιουργία κρυφού σχολειού θα δημιουργούσε περισσότερες υποψίες για συνωμοσία.
Ο Δημητσανίτης Μιχαήλ Οικονόμου (και γραμματικός του Κολοκοτρώνη) που σπούδαζε στη Μονή Φιλοσόφου (στην οποία φέρεται ότι λειτουργούσε «κρυφό σχολειό»), υποστηρίζει ότι «η λατρεία των χριστιανών εξησκείτο ελευθέρως και δημοσία και επροστατεύετο μάλιστα και απο τους Τούρκους (...) επροστατεύετο δε και ελευθέρως ενηργείτο και η εκπαίδευσις». Η μαρτυρία αυτή, έχει ιδιαίτερη αξία, απο έναν άνθρωπο που φοίτησε σε μιά σχολή όπου θρυλείτο η ύπαρξη κρυφού σχολειού (χωρίς εντούτοις σε κανένα επίσημο έγγραφο της μονής να αναφέρεται κάτι τέτοιο). Η Μονή Φιλοσόφου στη Δημητσάνα είχε την εποχή εκείνη πολλούς λόγιους μοναχούς. Εκεί κατέφευγαν νέοι που προορίζονταν να γίνουν ιερείς. Στη Γορτυνία, όπως είναι γνωστό, οι Τούρκοι δεν πλησίαζαν εύκολα γιατί έβγαζε μπαρούτι (από εκεί και ο όρος «βρωμάει μπαρούτι»…). Εκεί κατέφευγαν πολλοί νέοι που αφού μάθαιναν μερικά πράγματα, εχειροτονούντο και πήγαιναν ως ιερείς στα χωριά. Στη Μονή Φιλοσόφου, λοιπόν, λειτουργούσε ένα είδος σχολείου, το οποίο όμως δεν το γνώριζαν οι Τούρκοι γιατί απλούστατα δεν πατούσαν εκεί. Ισως εδώ ακριβώς βρίσκεται και η έμπνευση του όρου «κρυφό σχολειό». Αλλά στις περισσότερες μονές, κάποιοι πήγαιναν να μάθουν λίγα γράμματα από τους ολιγογράμματους ιερείς. Στην προεπαναστατική περίοδο λειτουργούσαν πολλά σχολεία στα οποία επειδή οι δάσκαλοι ήταν εργαζόμενοι το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας, συγκέντρωναν τους μαθητές στην εκκλησία τα βράδια. Και όχι γιατί απαγορευόταν.
Ο μύθος, εν κατακλείδι, δεν πρέπει να πέσει, γιατί είναι ωραίος. Αρκεί να γνωρίζουν τα παιδιά μας ότι πρόκειται για ένα παραμυθάκι, που απευθύνεται σε αυτά. Και, σίγουρα, δεν πρέπει να μπλέκουμε την ιστορική πραγματικότητα με την μυθοπλασία.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ
ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
-προλεγόμενα Αλκη Αγγέλου στον «Πολυπαθή» του Γρηγορίου Παλαιολόγου, εκδ. ΕΡΜΗΣ, 1989
-προλεγόμενα Αδ. Κοραή στα Αιθιοπικά του Ηλιοδώρου, 1807
-Αλκη Αγγέλου, Το κρυφό σχολείο – Χρονικό ενός μύθου, εκδ. ΕΣΤΙΑ, 1997)
-Αναφορά του Ηπειρώτη λογίου Γεωργίου Χρ. Χασιώτη, φιλόλογου στην Κωνσταντινούπολη (1881) για μαθητές σε σχολεία της κοινότητας που καθόταν οκλαδόν σε ψάθες και διδάσκονταν τα κολλυβογράμματα από ιερείς, κανδηλανάφτες, ράφτες, υποδηματοποιούς, ενώ οι μαθητές ήταν διαφόρων ηλικιών.
-Αναφορά Καμπούρογλου ότι πρόκειται για μύθο.
-Ο πίνακας του Ν. Γύζη «Κρυφό Σχολειό» φαίνεται ότι ήταν προαποφασισμένος.
-Δημ. Καμαρούλιας, καθηγητής Παν/μίου, στο δίτομο έργο του «Τα μοναστήρια της Ηπείρου» (έκδ. 1996) αναφέρει 374 μοναστήρια και λειτουργία 38 σχολείων που είχαν ιδρυθεί η συντηρούνταν από τα μοναστήρια, πράγμα που σημαίνει ότι δεν χρειάζονταν η ύπαρξη «κρυφών» σχολειών.
-Ο Μακρυγιάννης πίστευε ότι οι Τούρκοι δεν ενδιαφέρονταν για τα γράμματα στην Ελλάδα, αλλά μόνο για την αγροτική παραγωγή.
-Μαρτυρία Νεόφυτου Βάμβα (στο γυμνάσιο Χίου) που είναι χαρακτηριστική για την αδιαφορία των Τούρκων για την παιδεία.
-Μαρτυρία μητροπολίτη Αθηνών Μισαήλ Αποστολίδη (υποστήριζε ότι οι Τούρκοι δεν μπόρεσαν να εξαλείψουν το αίσθημα της φιλομαθείας των Ελλήνων).
-Αλκη Αγγέλου, λήμμα στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, εκδοτική Αθηνών, τόμος Ι΄, σελ. 366.
-Γιάννη Βλαχογιάννη, τόμ. ΛΗ΄, στη Νέα Εστία, 1945.
-Χάρτης με τα ρωμαίικα Γυμνάσια την περίοδο 1620-1821 όπως παρατίθεται στο G.P.Henderson, στο The Revival of Greek Thought (1620-1830), 5-6, State University of New York Press, Albany, New York, 1970 (για την λειτουργία ελληνικών σχολείων σε πολλές περιοχές της οθωμανικής αυτοκρατορίας).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου