Υπήρξε καθηγητής, μεταφραστής και συγγραφέας. Ίσως όχι από τους καλύτερους της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ούτε και από τους γνωστότερους, αλλά σίγουρα ο μεγαλύτερος στην Ιαπωνία, τη χώρα όπου βρέθηκε στα 40 του χρόνια και έζησε τα τελευταία 13 χρόνια της ζωής του.
Μισός Έλληνας, μισός Ιρλανδός, πολιτογραφήθηκε Ιάπωνας και έγινε ο εθνικός συγγραφέας της Ιαπωνίας! Σαν σήμερα, πριν από 106 χρόνια πέθανε. Στη μνήμη του, πλάι στις προτομές του Βαλαωρίτη και του Σικελιανού στη Λευκάδα βρίσκεται και η δική του, ενώ στο κέντρο της πόλης, στο σπίτι που γεννήθηκε, ένας δρόμος φέρει το όνομά του στα ελληνικά και στα ιαπωνικά… Οι Ιάπωνες του χρωστούν πολλά, καθώς είναι ο πρώτος που έκανε γνωστό στη Δύση τον πολιτισμό και την λογοτεχνία τους.
Ο
Πάτρικ Λευκάδιος Χέρν γεννήθηκε στις 27 Ιουνίου 1850 στη Λευκάδα, απ΄ όπου και το ενδιάμεσο όνομα με το οποίο βαφτίστηκε. Ήταν γιος του στρατιωτικού γιατρού
Κάρολου Χερν (υπηρετούσε στη βρετανική διοίκηση των Επτανήσων) και της
Ρόζας Κασιμάτη, με καταγωγή από τα Κύθηρα. Δύο χρόνια αργότερα, ο Κάρολος και η οικογένειά του πήγε με μετάθεση στην Ιρλανδία. Εκεί ανακάλυψε την ασυμφωνία χαρακτήρων με τη γυναίκα του και ένα νομικό κενό που του επέτρεψε να θέσει εκτός ισχύος το γάμο του... Φαίνεται ότι οι γονείς του δεν ήθελαν τον μικρό Λευκάδιο, γι αυτό και τον εγκατέλειψαν στα χέρια μιας ηλικιωμένης Ιρλανδής θείας του, η οποία τον προόριζε για καθολικό ιερέα. Ο μικρός Λευκάδιος πέρασε άσχημα παιδικά χρόνια. Οι γονείς του είχαν χωρίσει και δεν τον ήθελαν, το παρουσιαστικό του δεν τον κολάκευε ιδιαίτερα, ήταν αδύνατος, μικροκαμωμένος και με εσωστρεφή χαρακτήρα. Όταν ήταν πέντε χρονών, σε ένα παιχνίδι με τους συμμαθητές του έχασε το ένα του μάτι. Την μητέρα του δεν την ξαναείδε ποτέ, και ο πατέρας του μετατέθηκε στις Ινδίες. Ωστόσο κατάφερε να πάει στο γαλλικό κολέγιο του Υβενό αρχικά και στο Ushar Roman Catholic College στη συνέχεια, ενώ στα 19 του μετανάστευσε στο Οχάιο ζώντας σε συνθήκες μεγάλης φτώχειας. Εκεί γνώρισε τον
Χένρι Γουότκιν με τη βοήθεια του οποίου βρήκε δουλειά σε μια εφημερίδα και αργότερα στην «Cincinati Daily Enquirer». Περιπλανήθηκε στη Ν. Ορλεάνη, στη Ν. Υόρκη και στις Γαλλικές Αντίλλες και το 1889 βρέθηκε ως ανταποκριτής στην Ιαπωνία. Εκεί γνώρισε τον
Basil Hall Chamberlain και τον
΄Ιτζιτο Χαττόρι, που με την βοήθειά τους βρήκε θέση καθηγητή της αγγλικής γλώσσας σε κολέγιο της πόλης Ματσούε στη ΒΔ Ιαπωνία. Το 1894 ολοκλήρωσε το βιβλίο του «Glimpses of an Unfamiliar Japan». Ο Chamberlain τον βοήθησε στη συνέχεια να διδάξει Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Τόκιο, όπου παρέμεινε ως το 1903.
Ένα χρόνο περίπου μετά την εγκατάστασή του στην Ιαπωνία, παντρεύτηκε την κόρη ενός σαμουράι, την
Σετζού Κοϊζούμι, έγινε Ιάπωνας πολίτης, υιοθετώντας μάλιστα το όνομα
Κοϊζούμι Γκιάκουμο. Μαζί της έκανε τέσσερα παιδιά (τον
Kazwo και τον
Iwao που σπούδασαν φιλολογία και ασχολήθηκαν με την επιμέλεια και έκδοση του έργου του πατέρα τους μεταφράζοντάς το από τα αγγλικά στα ιαπωνικά, τον
Kiyoshi που έγινε γνωστός ζωγράφος και την
Suzuko που είχε σοβαρά προβλήματα με την υγεία της). Τον Δεκέμβρη του 1896 το Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Τόκιο του προσέφερε την έδρα του καθηγητή της Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας. Στην Ιαπωνία ο Λευκάδιος Χερν έζησε συνολικά 13 χρόνια μέχρι το θάνατό του στις 26 Σεπτεμβρίου 1903 από πνευμονικό οίδημα στην πόλη Οκούμπο. Στην διάρκεια αυτών των ετών έγινε ο εθνικός συγγραφέας της Ιαπωνίας, κατέγραψε μιαν άλλη Ιαπωνία, εκείνη των θρύλων των σαμουράι και των παραδοσιακών αξιών, χαρακτηριζόμενος ως ο αυθεντικότερος ερμηνευτής της Ιαπωνίας στη Δύση.
Με τον θάνατό του έγινε γνωστό το έργο του και στην Ελλάδα, όπου το 1910 άρχισαν να δημοσιεύονται σε φιλολογικά περιοδικά και εφημερίδες τα πρώτα αποσπάσματα λογοτεχνικών κειμένων του. Στις 17 Σεπτεμβρίου 1932, η ιαπωνική πρεσβεία στην Αθήνα και ο ελληνοϊαπωνικός σύνδεσμος ανέγειραν με δαπάνη τους μια αναθηματική στήλη στην κεντρική πλατεία της Λευκάδας και μια δεύτερη, με δαπάνη της ιαπωνοελληνικής εταιρείας και του Συνδέσμου Χερν στο Τόκιο. Στη βάση της στήλης (που έπεσε στον σεισμό του 1952, ξαναστήθηκε το 1984 και το 1987 συμπληρώθηκε με μια προτομή του Χερν από τον γλύπτη
Σπύρο Κατωπόδη), υπήρχε η επιγραφή:
«Λευκαδίω Χερν (Κοϊζούμι Ιακούμω), μεγάλω συγγραφεί, το των Ιαπώνων αληθές πνεύμα παγκοσμίως και λαμπρώς εμφανίσαντι, σήμα ευγνωμοσύνης ιαπωνικού έθνους, μηνί Οκτωβρίω 1932, έτους 259200 Ιαπωνικής Αυτοκρατορίας».
Το βιβλίο του Χερν «Ματιές στην άγνωστη Ιαπωνία» διδασκόταν σε όλα τα σχολεία της χώρας επί δεκαετίες. Τα βιβλία του είναι περιζήτητα, υπάρχουν οκτώ μουσεία προς τιμήν του σε όλη την Ιαπωνία, ενώ το άγαλμά του ξεχωρίζει στην κεντρική πλατεία του Τόκιο και μνημεία του έχουν στηθεί σε κάθε γωνιά τις Ιαπωνίας απ' όπου πέρασε. Στην πλάκα που έστησαν οι φοιτητές στο μνήμα του, υπάρχει το εξής κείμενο: «Στον Λευκάδιο Χερν, του οποίου η πένα υπήρξε πιο ισχυρή ακόμα και από τη ρομφαία του ένδοξου έθνους που αγάπησε, έθνους που πιο μεγάλη τιμή του υπήρξε ότι τον δέχτηκε στις αγκάλες του ως πολίτη και του πρόσφερε, αλίμονο, τον τάφο".
Τα πιο γνωστά έργα του Χερν είναι μια συλλογή από διαλέξεις με τίτλο «Japan : An Attempt at Interpretation» (1904), το «Exotics and Retrospectives» (1898), «In Ghostly Japan» (1899), «Shadowings» (1900), «A Japanese Miscellany» (1901) και «Kwaidan» (1904).
Ο Χερν εκτιμούσε την τιμιότητα, την απλοϊκότητα, την καλοκαγαθία, αρετές που αναγνώριζε στον ιαπωνικό λαό. Συλλέγοντας λαϊκές ιστορίες και διηγήματα, διέσωσε από σίγουρο χαμό τις λαϊκές παραδόσεις που συνθέτουν τον κοινωνικό ιστό της Ιαπωνίας. Γι' αυτό άλλωστε διδασκόταν και στα αναγνωστικά των σχολείων της Ιαπωνίας. Εκείνο πάντως που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση είναι το ότι οι Ιάπωνες λάτρεψαν έναν συγγραφέα που ελάχιστα γνώριζε την γλώσσα τους και έγραφε μόνο στα αγγλικά. Στο Ματσούε, στην πρώτη πόλη όπου ο Χερν δίδαξε αγγλικά σε σχολεία της μέσης εκπαίδευσης, δημιουργήθηκε ο
«Σύνδεσμος Χερν» με αξιόλογη δράση μέχρι σήμερα. Ενεργό μέλος του συλλόγου είναι ο εγγονός του συγγραφέα
Toki, ενώ ο γιος του Toki (δισέγγονος του Χερν), ο
Bon, είναι σήμερα διευθυντής του
Μουσείου Χερν που ιδρύθηκε το 1933, όπου εκτίθενται προσωπικά αντικείμενα του συγγραφέα, σπάνιες εκδόσεις έργων του, αναμνηστικά κλπ.
Το 1990 ο δήμος
Shinjuku, 50 μέτρα από τον τάφο του Χερν, δημιούργησε ένα πάρκο με αρχιτεκτονικά σύνολα εμφανώς δηλωτικά της ελληνικής καταγωγής του συγγραφέα (ένα είδος αρχαίας αγοράς, με σειρά κιόνων, κρήνη και μικρό ναό χωρίς σταυρό), καθώς και έναν χώρο ανάπαυσης δίπλα σε ένα αλσύλλιο.
Το λογοτεχνικό έργο του Χερν υπήρξε μεγάλο, όχι όμως και ενιαίο ποιοτικά. Στην Αμερική, για παράδειγμα, επί μία εικοσαετία το έργο του περιορίστηκε σε άρθρα εφημερίδων της Νέας Ορλεάνης και της Νέας Υόρκης όπου έζησε, αλλά και σε μεταφράσεις γάλλων συγγραφέων. Αλλά στην Ιαπωνία εξέδωσε 12 βιβλία (ένα κάθε χρόνο) αφιερωμένα εξ ολοκλήρου στη χώρα αυτή. Μετά το θάνατό του, ο πρωτότοκος γιος του εξέδωσε την αλληλογραφία του πατέρα του, αλλά και τις πανεπιστημιακές του παραδόσεις που συγκεντρώθηκαν από φοιτητές του σε ογκώδεις τόμους βάσει των σημειώσεων που κρατούσαν.
Ο Χερν, δεν γνώριζε ελληνικά, αλλά ήταν λάτρης της ιστορίας, των παραδόσεων και των θρύλων της γενέτειράς του. Στα έργα του συχνές είναι οι αναφορές σε αρχαίους Έλληνες λυρικούς (Ανακρέων, Θεόκριτος, Μελέαγρος). Αναμφίβολα ο Χερν ως συγγραφέας δεν ανήκε στους άριστους της παγκόσμιας λογοτεχνίας, αλλά στην Ιαπωνία τον λάτρεψαν για τον ρόλο του στην τοπική λογοτεχνία, αλλά και στην διάδοσή της στον υπόλοιπο κόσμο.